Στην ημέρα της γυναίκας
ΟΙ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΕΣ
Του Νίκου Ι. Κωστάρα
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, θα αφιερώσω δυο λόγια για τις ψυχωμένες ελληνίδες γυναίκες, τις Αντιγόνες και τις Μπουμπουλίνες, αυτές που είχαν την τόλμη να ορθώσουν το ανάστημά τους, να σπάσουν τα δεσμά και να συμβάλλουν στο ανέβασμα του πολιτισμού. Υπερβαίνουν το χωρόχρονο της εποχής τους, χαράζουν τη δική τους πορεία και ταράζουν τα ανδρικά μέτρα και σταθμά. Γυναίκες που θαυμάζουμε και εκτιμούμε. Γυναίκες που ταξιδεύουν διαχρονικά. Έτσι, από την Αρχαία Ελλάδα, από τους μύθους, αναδύονται πρότυπα γυναικών που αναφέρονται με διαχρονική ακτινοβολία.
Η Αντιγόνη αναδεικνύεται ως πρόσωπο που καταργεί τα καθιερωμένα και ανεβαίνει στην υψηλότερη βαθμίδα των γυναικείων επιδόσεων, κατακτήσεων και εξάρσεων. Θέτει το θείο νόμο υπεράνω του εγκόσμιου. Διδάσκει με την αυτοθυσία της σεβασμό στον άγραφο νόμο του γένους της καίτοι η εποχή της δεν ανεχόταν εκτροπή από τα καθιερωμένα. Μια ιδιοσυγκρασία με όλες τις γυναικείες αρετές, γεμάτη αγάπη, τρυφερότητα και στοργή, αλλά συγχρόνως με τη γενναιότητα και το δυναμισμό των ανδρών, χωρίς, ωστόσο, ν’ αποβάλει τίποτα από τη θηλυκή της υπόσταση. «Ούτοι συνεχθείν, αλλά συμφιλείν έφυν» (Σοφοκλή «Αντιγόνη», 523).
Έχουμε ακόμη την Ιφιγένεια, που δίνει τη ζωή της για την τιμή της πατρίδος, την Πηνελόπη ως υπόδειγμα σεμνότητας, συζυγικής πίστης και αφοσίωσης και την Ανδρομάχη υπόδειγμα ήθους και θάρρους.
Έτσι η Ελληνική μυθολογία προβάλλει ισχυρές γυναικείες προσωπικότητες, που διαμόρφωναν θετικά ή αρνητικά την ιστορία της Ελλάδας. Οι Σπαρτιάτισσες αποτελούν παραδείγματα ανδρείας και ευψυχίας για όλη την ανθρωπότητα. Θα γίνει η μητέρα του πολεμιστή, που θα του πει θαρρετά «ή ταν ή επί τας», όταν θα δώσει στο παιδί της την ασπίδα για να πάει να πολεμήσει. Ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει η Κρήσσα εκ μητρός περίφημη Αρτεμισία για το θάρρος και τον ηρωισμό της στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, για να πει ο Ξέρξης: «Οι μεν άνδρες γεγονασίν μοι γυναίκες αι δε γυναίκες, άνδρες».
Στην Αθήνα έχουμε μια λαμπρή εξαίρεση υπέρ των γυναικών στο πρόσωπο της λαμπρής Ασπασίας, της οποίας η συμβολή στον «Χρυσούν Αιώνα» του Περικλή είναι τεράστια. Ενώ η μεγάλη ποιήτρια Σαπφώ, έδωσε μιαν άλλη διάσταση της ευαισθησίας και υψηλής ποίησης στην αρχαία λογοτεχνία με παγκόσμια αναγνώριση.
Ένα πλήθος Ελληνίδων κινήθηκαν δημιουργικά και αποφασιστικά στα μεγάλα έργα της εκκλησίας στη Βυζαντινή περίοδο ώστε ο πολέμιος του χριστιανισμού Κέλσος ν’ αποκαλεί τον χριστιανισμό «θρησκεία των γυναικών». Όπως η Ολυμπιάδα, συνεργάτιδα του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Οι μητέρες των τριών Ιεραρχών, Εμμέλεια, Νόνα και Ανθούσα που έκανε το σοφό δάσκαλο Λιβάνιο να λέει: «Πόσο σπουδαίες είναι οι μητέρες των χριστιανών» και πόσες άλλες μαρτύρησαν για την πίστη τους. Θ’ αναφέρω όμως και την Κασσιανή με τη θρησκευτική της ανάταση, που τόλμησε να απαντήσει στον αυτοκράτορα Θεόφιλο: «αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττονα». Και κλείνω με τη Φιλοθέη Μπενιζέλου για τη δράση της, την ανδρεία της και την αυταπάρνησή της στην περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Στην Τουρκοκρατία και την εθνεγερσία του Εικοσιένα οι υπέροχες και ψυχωμένες ελληνίδες αγωνίστηκαν σκληρά και διέπρεψαν μέσα στην ελληνική ιστορία. Αθάνατες θα μείνουν οι Σουλιώτισσες, που αποφάσισαν να γκρεμιστούν στο Ζάλογγο, τραγουδώντας το θάνατο χάρη της ελευθερίας και δίνοντας έτσι ένα αιώνιο μάθημα, πως η Ελληνίδα δεν πρωτεύει μόνο στη στοργή και στο συναίσθημα αλλά και στη θυσία και στο θάνατο. Ενώ ξεχωρίζει ο Μόσχω Τζαβέλα, που απάντησε στον Αλή Πασά που την εκβίαζε με τον αιχμάλωτο γιο της: «Ανώτερο κι απ’ το γιο μου είναι το Σούλι. Αν ζήσει αυτό θα ζήσει και ο γιος μου. Αν αφανιστεί αυτό ας αφανιστεί και ο γιος μου». Ακόμη αθάνατες θα μείνουν η Χάϊδω και η Δέσπω Μπότσαρη.
Όχι μόνο οι Σουλιώτισσες αλλά κι άλλες Ηπειρώτισσες, Μανιάτισσες, Μωραΐτισσες, Κρητικοπούλες, Κυπριοπούλες, Μακεδονοπούλες, Νησιωτοπούλες, πολέμησαν ηρωικά μαζί με τους άντρες τους τον κατακτητή αλλά για κανένα λόγο δεν δέχονταν να πάνε στα μετόπισθεν.
Οι Μανιάτισσες με δρεπάνια και πέτρες έριξαν του Ιμπραήμ και τ’ ασκέρι του στη θάλασσα. Οι Μεσολογγίτισσες ντύθηκαν αντρικά και πολεμούσαν σαν λιοντάρια στις ντάπιες στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Από τη Μακεδονία η Δόμνα Βισβίκη, γυναίκα του εφοπλιστή Αντώνη Βισβίκη μετά τον πρόωρο θάνατό του, έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων και επονομάστηκε «η Κυρά των Θαλασσών». Διέθεσε το πλοίο της «Καλομοίρα» να γίνει πυρπολικό, με το οποίο ο Πιπίνος έκαψε το 1824 τη ναυαρχίδα «Χαζνέ Γκεμίσι».
Οι Ναουσαίες γυναίκες με τα παιδιά τους αναβιώνουν το Ζάλογγο πέφτοντας στα αφρισμένα νερά του Χειμάρρου Αραπίτσας. Ενώ επτά ηρωίδες στο Λιτόχωρο γκρεμίζονται στο γκρεμό από το λόφο του Γαλακτού. Στην Πελοπόννησο ξεχωρίζουν η Κωνσταντίνα, η γυναίκα του καπετάν Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη και η ξακουστή Ζαμπέτα Κολοκοτρώνη, η μάνα του Γέρου του Μοριά, αλλά και η θρυλική Αρκαδιανή, που ήταν ντυμένη κλεφτόπουλο. Στην Κρήτη η Χαρίκλεια Δασκαλάκη, που έλαβε μέρος στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου και στην Κύπρο η 18χρονη αρχοντοπούλα Μαρία Συγκλητική, έβαλε φωτιά στην μπαρουταποθήκη του πλοίου που τη μετέφερε μαζί με άλλες 200 νεαρές κοπέλες στο Σουλτάνο, με αποτέλεσμα να τιναχθούν όλες στον αέρα «για να μην καταισχύνουν τη δόξα του γένους των». Ακόμη και η Κυρά Βασιλική του Αλή Πασά έπαιζε εθνικό ρόλο κοντά του κι είχε γλυτώσει πολλούς από τη σφαγή του Αλή.
Η Μυκονιάτισσα αρχοντοπούλα Μαντώ Μαυρογένους, κόρη του πρώην σπαθάριου της Μολδοβλαχίας Νικόλαου Μαυρογένη, αποτελεί ένα άφθαστο και αξεπέραστο παράδειγμα ηρωισμού, πατριωτισμού και θυσίας. Βάζει ένα σκοπό της ζωής της: να βοηθήσει τον αγώνα για την ελευθερία. Φτιάχνει ένα σώμα εθελοντών στη Μύκονο και γίνεται αρχηγός τους. Πουλάει όλη την περιουσία της, εξοπλίζει πλοία και κυνηγάει τους Τούρκους στο Αιγαίο. Ο Καποδίστριας την ονόμασε «επίτιμο αρχιστράτηγο». Στο τέλος κατέληξε πάμπτωχη σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι στο Ναύπλιο, λησμονημένη και εγκαταλελειμμένη απ’ όλους. Στα 1840 πηγαίνει στην Πάρο, όπου πέθανε και τάφηκε από το λαό, που πάντα την τιμούσε, στον περίβολο του ναού της Εκατονταπυλιανής.
Το μαρτυρολόγιο των επωνύμων και ανωνύμων ελληνίδων είναι ατέλειωτο.
Πάνω απ’ όλες ξεχωρίζει η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, μια από τις θρυλικότερες μορφές της Ελληνικής Επαναστάσεως. Γεννήθηκε στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, κόρη του Υδραίου καραβοκύρη Σταυριανού Πινότση. Σύζυγος του καπετάν Δημήτρη Γιάνουζα και μετά το θάνατό του, του Σπετσιώτη καπετάν Δημήτρη Μπούμπουλη, κι όταν κι αυτός σκοτώνεται μένει πάλι χήρα κάτοχος έξι καραβιών. Φτάνει στην Πόλη για να σώσει την περιουσία της και συγχρόνως να μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία. Λαμβάνει ενεργό συμμετοχή στην Επανάσταση και μπαίνει επικεφαλής στόλου 52 καραβιών, στον αποκλεισμό του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας. Ξοδεύει αλογάριαστα την περιουσία της για την επανάσταση. Κάποτε, στην πολιορκία του Ναυπλίου που πήγαν να οπισθοχωρήσουν τα παλικάρια της, ξέσπασε με την στεντόρεια φωνή της:
«Γυναίκες είσαστε μωρέ κι όχι άντρες; Ντροπή σας!»
Και ο ιστορικός Φιλήμων τονίζει για την τόλμη της: «μπροστά της οι άντρες ησχόνετο και ο ανδρείος υπεχώρει». Καπετάνισσα γενναία, τολμηρή, με άφθαρτη ψυχική δύναμη. Λεβέντισσα και δυνατή σαν άνδρας, όμορφη και ξεχωριστή γυναικεία μορφή πέρασε στην Αθανασία, λάμποντας στο πάνθεο των Ηρώων του Εικοσιένα.
Όλη η Ευρώπη μένει άφωνη από τα κατορθώματα της θρυλικής καπετάνισσας και τη θεωρούν κάτι ανάμεσα σε αμαζόνα και θεά Αθηνά. Πορτραίτα της κυκλοφορούν σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό χώρο γιατί αγωνίστηκε με ανδρεία και ηρωισμό για την πατρίδα. Γι’ αυτό σήμερα χαρακτηρίζουμε Μπουμπουλίνες τις δυναμικές και ψυχωμένες γυναίκες. Στο πρόσωπό της συμβολίζεται η δυναμική, άξια, δημιουργική γυναίκα, που αντιμετωπίζει με τόλμη και αξιοπρέπεια τα προβλήματα και τις αντιξοότητες της ζωής. Τέτοιες γυναίκες χρειαζόμαστε για να κρατήσουμε το δυναμισμό της ψυχής μας. Αντιγόνες και Μπουμπουλίνες σε όλους τους τομείς της κοινωνίας, στο σπίτι, στην εργασία, στην επιστήμη, στις ένοπλες δυνάμεις αλλά περισσότερο στην οικογένεια σαν μάνα να γαλουχίζει χαρακτήρες στην ανατροφή των παιδιών μας, για να κρατήσουν την ταυτότητά μας και την ελληνικότητά μας. Αυτές οι Μπουμπουλίνες θα φρενάρουν τη διαβρωμένη καταναλωτική κοινωνία και την «πολιτιστική» βαρβαρότητα.
Νίκος Ι. Κωστάρας