Οι προθέσεις του υπουργείου σχετικά με το ΕΚΕΒΙ είχαν διαφανεί από τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν ζητήθηκαν, με κεραυνοβόλα ταχύτητα αντίδρασης σε ένα δημοσίευμα, οι παραιτήσεις των μελών του Δ.Σ. και της διευθύντριάς του με αφορμή «υποψίες κακοδιαχείρισης» στο πρόγραμμα Φιλαναγνωσία και χωρίς να τους δοθεί η δυνατότητα να υπερασπιστούν τις επιλογές και το έργο τους.
Το ζήτημα όμως δεν αφορά μόνο την κατάργηση ή τη διατήρηση του ΕΚΕΒΙ, ενός θεσμού που λειτουργεί εδώ και 19 χρόνια χωρίς ουσιαστική επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, καθώς διαχειρίζεται δύο προγράμματα ΕΣΠΑ (των οποίων το μέλλον είναι αμφίβολο τώρα που ο φορέας τους θα πάψει να υφίσταται) και αποτελεί τον μοναδικό συγκροτημένο χώρο άσκησης εθνικής πολιτικής για το βιβλίο, προώθησης της ανάγνωσης, συγκέντρωσης στατιστικών στοιχείων για την ετήσια βιβλιοπαραγωγή και εκπόνησης ειδικών μελετών για την ανάγνωση και την εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα.
Δεν θα σταθούμε καν στο γεγονός ότι το ΕΚΕΒΙ έχει αναλάβει την ενημέρωση της βάσης δεδομένων ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ, αναντικατάστατο εργαλείο αναφοράς για την καταγραφή των βιβλίων που εκδίδονται στη χώρα, αναπληρώνοντας την επί σειρά δεκαετιών αδυναμία την Εθνικής Βιβλιοθήκης να ανταποκριθεί στην αποστολή της. Τα πλήγματα στον κόσμο του βιβλίου είναι πολλαπλά και θίγουν όλους τους ανθρώπους του ευαίσθητου αυτού χώρου. Την ώρα που αποτελεί πάγιο αίτημά τους να αλλάξει το ασφαλιστικό και φορολογικό καθεστώς των συγγραφέων, μεταφραστών, επιμελητών κλπ. που τους αντιμετωπίζει σαν εκδοτικές επιχειρήσεις και τους επιβαρύνει ανάλογα, το τελευταίο φορολογικό νομοσχέδιο περιέχει διάταξη βάση της οποίας η μεγάλη πλειοψηφία των συγγραφέων καλείται να πληρώσει πολύ περισσότερα από τις αμοιβές τους.
Η αδιαφορία για το βιβλίο είναι όμως οδυνηρά εμφανής και στην έλλειψη συγκροτημένης πολιτικής για δημόσιες βιβλιοθήκες. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να υπάρξει μια τέτοια πολιτική όταν οι σχετικές αρμοδιότητες διασπώνται μεταξύ τριών υπουργείων (τα γνωστά ως Παιδείας, Πολιτισμού και Εσωτερικών); Αν μας ενδιαφέρει ειλικρινά το μέλλον του ελληνικού και ελληνόγλωσσου βιβλίου –και αν δεν ενδιαφέρει την ελληνική Πολιτεία, δεν βλέπουμε ποιος άλλος στην υφήλιο θα σπεύσει να το πράξει–, χρειαζόμαστε βιβλιοθήκες σύγχρονες, με ελεύθερη πρόσβαση για όλους, ανοικτές στους δημότες και στις σχολικές ηλικίες, ελκυστικές και φιλόξενες, στελεχωμένες με ειδικούς βιβλιοθηκονόμους –τους οποίους διαθέτουμε–, δικτυωμένες μεταξύ τους, ευέλικτες στις υπηρεσίες τους και κοντά στους αναγνώστες τους. Ο δρόμος για την πρόοδο της φιλαναγνωσίας διαβαίνει μέσα από τις ανοιχτές πόρτες των βιβλιοθηκών.
Στην αλυσίδα του βιβλίου ο καθένας έχει τον ρόλο του για να συνεχίσει να παράγεται και να κυκλοφορεί αυτό το ανεκτίμητο μορφωτικό και πολιτισμικό αγαθό. Ο συγγραφέας, ο εκδότης, ο επιμελητής, ο μεταφραστής, ο τυπογράφος, ο βιβλιοπώλης και ο αναγνώστης λειτουργούν σε κύκλωμα που ανατροφοδοτείται και δημιουργεί τα βιβλία που μας προσφέρουν γνώση, καλλιέργεια και απόλαυση. Η αλυσίδα αυτή σήμερα έχει διαρραγεί επικίνδυνα από την οικονομική κρίση.
Εκδοτικοί οίκοι και ιστορικά βιβλιοπωλεία κλείνουν ή λειτουργούν σε επίσχεση εργασίας και με απλήρωτους υπαλλήλους, συγγραφείς μένουν μετέωροι χάνοντας την εκδοτική τους στέγη και τα πνευματικά τους δικαιώματα, η πολιτισμική μας κληρονομιά πλήττεται, καθώς πλήθος κειμένων δεν είναι πια διαθέσιμα γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται ή δεν μπορεί να τα επανεκδώσει, ο ελληνικός δοκιμιακός λόγος κρίνεται ασύμφορος για τους εκδότες που βλέπουν τη διέξοδο του πανεπιστημιακού συγγράμματος να περιορίζεται δραστικά –με συνέπειες που δεν έχουν εκτιμηθεί ακόμη για τη γλωσσική μας ένδεια–, και το όποιο βιβλίο, τέλος, κατορθώσει να εκδοθεί, όλο και πιο συχνά με την οικονομική συμμετοχή του συγγραφέα, φθάνει στον αναγνώστη σε πολύ υψηλή τιμή για τα νέα δεδομένα.
Τα ζητήματα αυτά επιτάσσουν μια σαφή πολιτική για το βιβλίο, η οποία σήμερα απουσιάζει τραγικά. Σε αυτές τις κρίσιμες συνθήκες, η κατάργηση του ΕΚΕΒΙ, του μόνου εξειδικευμένου φορέα, είναι πολύ κακός οιωνός…
*Διδάσκει Ευρωπαϊκή Ιστορία και Ιστορία του βιβλίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
πηγή: www.efsyn.gr [Εφημερίδα των Συντακτών]
Της Αννας Καρακατσούλη*