http://el-greco-gr.blogspot.gr/
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Γ. Σεφέρης

Μετάφραση - Translate

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Δύο επίκαιρα δοκίμια του Νάσου Βαγενά

με αφορμή την έκδοση του βιβλίου "Φαντασιακές κοινότητες" του B.Anderson

Ενας φαντασιακός ορισμός

* Οι προειδοποιήσεις του Anderson δεν μπόρεσαν να πτοήσουν τους θεωριοκρατούμενους ιστορικούς


Παρότι οι τελευταίες δεκαετίες είναι εποχή αναγνώρισης της ετερότητας, δηλαδή και της ιδιαιτερότητας, είναι συγχρόνως και εποχή των θεωρητικών διακηρύξεων, δηλαδή της λατρείας της γενικότητας. Τίποτε δεν δηλώνει εμβληματικότερα αυτή τη λατρεία από την έντονη ακόμη κινητικότητα πολλών θεωρητικών συνθημάτων (λ.χ. «ο θάνατος του συγγραφέα», «λογοκεντρισμός», «διακειμενικότητα», «κατασκευή»), που σηματοδοτούν, γενικεύοντας ακόμη περισσότερο, τις γενικότητες τις οποίες εκφράζουν. H παρακολούθηση της παραγωγής και της κατανάλωσης αυτών των συνθημάτων είναι πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί θα μπορούσε να δείξει με ποιο τρόπο λειτουργούν, στο πεδίο των επιστημών του ανθρώπου, οι λιγότερο εγρήγορες νοοτροπίες.
Ας δούμε, π.χ., τη χρήση του όρου φαντασιακός στις θεωρίες του εθνικισμού. Τον όρο εισήγαγε στον περί έθνους λόγο το 1983 ο Benedict Anderson με το περίφημο βιβλίο τουImagined Communities (Φαντασιακές κοινότητες ελλην. μετάφρ. 1997), ο τίτλος του οποίου συνοψίζει τον ορισμό του A. για το έθνος, που έχει ως εξής: «Το έθνος αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη. Αποτελεί κοινότητα σε φαντασιακό επίπεδο, επειδή κανένα μέλος, ακόμα και του μικρότερου έθνους, δεν θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δεν θα τα συναντήσει ούτε καν θα ακούσει γι' αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του συνανήκειν».
Ο ορισμός αυτός είναι πολλαπλώς προβληματικός. Πρώτον, διότι η έμφαση που δίνει ο A. στο πολιτικό στοιχείο ως κύριο συνεκτικό του εθνικού αισθήματος έρχεται σε αντίθεση με τον προσδιορισμό του της έννοιας του εθνικού φαντασιακού, δεύτερον, γιατί υπάρχουν και άλλα πράγματα, ορισμένα σημαντικότερα από εκείνο που αναφέρει ο ορισμός που δημιουργούν την αίσθηση του συνανήκειν και, τρίτον, επειδή οι επεξηγήσεις που δίνει ο A. για το εθνικό αίσθημα σε άλλα σημεία του βιβλίου μεταθέτουν το κύριο συνεκτικό του στοιχείο από το πολιτικό επίπεδο στο πολιτισμικό: Θα ήταν καλύτερα, προσθέτει ο A., «αν κανείς αντιμετώπιζε τον εθνικισμό σαν να ανήκε στην ίδια κατηγορία με τη "συγγένεια" και τη "θρησκεία" παρά με τον "φιλελευθερισμό" ή τον "φασισμό"». H ομοιότητα που ανακαλύπτει ο A. ανάμεσα στο αίσθημα της συγγένειας και στο εθνικό αίσθημα και η σπουδαιότητα που αποδίδει στις «πολιτισμικές ρίζες του εθνικισμού», ιδίως στη γλώσσα (στην τυπογραφική μορφή της: στις «έντυπες εθνικές γλώσσες»), υπονομεύουν την ισχύ για τις εθνικές κοινότητες του χαρακτηρισμού φαντασιακές σε τέτοιο βαθμό, που ο όρος να μη μπορεί να διαβαστεί παρά ως μια ατυχής μεταφορά.
Και όμως, αυτή την άστοχη μεταφορά επαναλαμβάνουν ως κυριολεξία οι θιασώτες των "ευφυών" θεωρητικών γενικεύσεων, παραβλέποντας τα ασθενή σημεία και της ίδιας της "φαντασιακής" θεωρίας, τα οποία παραδέχεται άλλωστε και ο ίδιος ο A., που επαναλαμβάνει (στους προλόγους και των δύο εκδόσεων του βιβλίου του) ότι «είναι περιορισμένη η αξίωση των επιχειρημάτων της για καθολική ισχύ»: «Το αντικείμενο των σπουδών μου καθώς και της ερευνητικής μου δραστηριότητας», γράφει, «είναι η N.A. Ασία. Αυτή η παραδοχή θα μπορούσε να εξηγήσει μερικές από τις κατευθύνσεις και τις επιλογές των παραδειγμάτων μου. [...] Οι γνώσεις μου για τη Δυτική Ευρώπη και τον Νέο Κόσμο είναι αρκετά επιφανειακές. [...] Μένει να φανεί κατά πόσο η ανάλυσή μου, παρότι μπορεί να είναι αποδεκτή για τη N.A. Ασία, είναι δυνατόν να έχει πειστική εφαρμογή σε ολόκληρο τον κόσμο».
Ωστόσο η παραδοχή αυτή και οι προειδοποιήσεις του A. δεν μπόρεσαν να πτοήσουν τους απανταχού της γης θεωριοκρατούμενους ιστορικούς. Ο όρος φαντασιακή, για την εθνική κοινότητα, στην κυριολεκτική του, όπως είπαμε, σημασία, συνώνυμος πλέον του όρουκατασκευή και με αξιώσεις καθολικής και αδιαφοροποίητης για κάθε εθνική διαμόρφωση ισχύος, έγινε - και είναι ακόμη για πολλούς - το δελτίο εισόδου και παραμονής στον παράδεισο της θεωρητικής πρωτοπορίας. Πολύ περισσότερο, η παραδοχή του A., αλλά και η συναρπαστική - όπως δείχνει το βιβλίο του - άγνοια της ελληνικής ιστορίας, δεν μπόρεσαν να πτοήσουν τους θεωριοκρατούμενους ιστορικούς της ελληνικής περιφέρειας, οι οποίοι, προφανώς στην επιθυμία τους να απαλλαγούν από το άχθος της επαρχιακής καθυστέρησης, έσπευσαν να εμφανιστούν βασιλικότεροι του βασιλέως - θέλω να πω θεωρητικότεροι του θεωρητικού.
Ετσι, λ.χ., οι επιμελητές της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου, πανεπιστημιακοί ιστορικοί, απωθώντας τη σκέψη ότι η ισχύς της θεωρίας του είναι συζητήσιμη, εξαίρουν το βιβλίο για «τον συνδυασμό της θεωρητικής επιχειρηματολογίας του και της εμπειρικής τεκμηρίωσης», χαρακτηρίζοντάς το γι' αυτόν «έργο μοναδικό σε εμβέλεια, βάθος και πυκνότητα», χωρίς να νιώθουν ότι οι παρακείμενες στα εισαγωγικά τους κείμενα στο βιβλίο προλογικές ομολογίες του συγγραφέα του τους διαψεύδουν: «Εργα όπως οι Φαντασιακές Κοινότητες», γράφουν, «που βασίζονται σε ένα πλουσιότατο εμπειρικό υλικό - [...] ο πλούτος του οποίου αφορά τόσο στην Ευρώπη [sic] όσο και στη N.A. Ασία, την Αμερική [sic] και την Αφρική [sic] - [...] αποκτούν ξεχωριστή σημασία», γιατί «αναδεικνύουν την καθολικότητα [sic] και την ενιαία φύση μερικών από τα εξέχοντα χαρακτηριστικά του εθνικισμού».
Για την «εμβέλεια και το βάθος» του ελληνικού εμπειρικού υλικού του βιβλίου θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.
ΙΙ 

Θεωριοκρατία και θεωριολαγνεία

* Ο θεωριολάγνος ιστορικός παραποιεί, εξιδανικεύοντας, τα αντικείμενα του θεωρητικού του πόθου παρουσιάζοντάς τα ως γενικής εφαρμογής, ακόμη και όταν οι κατασκευαστές τους προειδοποιούν για τις ελλείψεις του οικοδομικού τους υλικού

ΒΗΜΑ:  13/03/2005  

Στην επιφυλλίδα μου της περασμένης Κυριακής μιλούσα για την πρόσληψη από τους θεωριοκρατούμενους ιστορικούς του βιβλίου Φαντασιακές κοινότητες του Β. Anderson (1983). Ελεγα ότι ο μεταφορικός όρος φαντασιακή για την εθνική κοινότητα, τον οποίο καθιέρωσε αυτό το βιβλίο, στην κυριολεκτική του σημασία και με αξιώσεις καθολικής και αδιαφοροποίητης για κάθε εθνική διαμόρφωση ισχύος, έγινε - και είναι ακόμη για πολλούς - το δελτίο εισόδου και παραμονής στον παράδεισο της θεωρητικής περί εθνικισμού πρωτοπορίας. Και αναφερόμουν στην αγιολόγηση του βιβλίου από τους επιμελητές της ελληνικής του έκδοσης (1997 κύριος επιμελητής ο κ. A. Λιάκος), για τους οποίους ο χαρακτηρισμός θεωριοκρατούμενος θα πρέπει, για όσους έχουν διαβάσει προσεκτικά το βιβλίο, να έχει γίνει αισθητός ως σχήμα λιτότητος. Διότι για τους εν λόγω επιμελητές (και όχι μόνο γι' αυτούς) θα ήταν ακριβέστερος ο προσδιορισμός θεωριολάγνοι, τον οποίο θα επεξηγήσω στο σημερινό άρθρο μου.

* Επιθυμίες και διαστρέβλωση
Θεωριολάγνος θα πρέπει να αποκληθεί ο ιστορικός που συνδιαλέγεται μόνο με όρους θεωρητικούς· που τον ρωτάς τι φαγητό έφαγε και αυτός, αντί να απαντήσει «πατάτες», σου αναπτύσσει μια καθαρεύουσα θεωρία για την ανάγκη εκσυγχρονισμού των μεθόδων καλλιέργειας των γεωμήλων. Ο ιστορικός αυτός για να ικανοποιήσει τις θεωρητικές του επιθυμίες όχι μόνο διαστρεβλώνει πλήρως (ενσυνειδήτως ή ανεπιγνώστως) τις απόψεις άλλων ιστορικών γιατί αμφισβητούν το θεωρητικό του σχήμα (λ.χ., παραμορφώνει τον μαρξιστή Σβορώνο σε μεταφυσικό ιστορικό) αλλά και παραποιεί, εξιδανικεύοντας, τα αντικείμενα του θεωρητικού του πόθου παρουσιάζοντάς τα ως γενικής εφαρμογής, ακόμη και όταν οι κατασκευαστές τους προειδοποιούν για τις ελλείψεις του οικοδομικού τους υλικού χαρακτηρίζοντας «περιορισμένη την αξίωσή τους για καθολική ισχύ».
Ο θεωριολάγνος ιστορικός «ενδιαφέρεται για τις διαδικασίες συγκρότησης, όχι για τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν» για τη συγκρότηση του έθνους. Και τούτο «γιατί μέσα από αυτές τις διαδικασίες το παλαιότερο υλικό» - που είναι αποκλειστικά πολιτισμικό, όχι εθνικό (οι εθνότητες είναι γι' αυτόν μόνο πολιτισμικά μορφώματα) - «μπήκε σε νέα συμφραζόμενα, σε διαφορετικές συστοιχίες από εκείνες στις οποίες ανήκε». Ετσι για τον ιστορικό αυτόν η συναρπαστική άγνοια του νεοελληνικού υλικού που διαπιστώνει κανείς στις Φαντασιακές κοινότητες παύει να ενδιαφέρει από τη στιγμή που το υλικό αυτό (η άγνοια του Anderson) μπαίνει στις διαδικασίες συγκρότησης της θεωρίας του Anderson, η οποία, ως θεωρία καθολικής ισχύος, μπορεί να εφαρμοστεί και στην περίπτωση της νεοελληνικής εθνικής διαμόρφωσης.
* H νεοελληνική περίπτωση
Αλλά ας δούμε τι γνωρίζει ο Anderson για τους Νεοέλληνες, οι αναφορές των οποίων στο βιβλίο του δεν ξεπερνούν συνολικά τη μιάμιση σελίδα. Μία από τις δύο πηγές του γι' αυτούς, τις απόψεις της οποίας επαναλαμβάνει (σ. 116-117, 130), είναι ο E. Kedourie, που, καθώς είχε άγνοια (όπως και ο Anderson) της ελληνικής γλώσσας και ως εκ τούτου δεν είχε πρόσβαση σε ελληνικές πηγές, γνώριζε για τους Νεοέλληνες μόνο όσα μπορούσε να συμπεράνει γι' αυτούς από το γραμμένο στα γαλλικά «Υπόμνημα» του Κοραή. H δεύτερη πηγή του είναι απ' ό,τι φαίνεται προφορική: ο Anderson σημειώνει ότι την αναφορά του στην ελληνική δημώδη γλώσσα της βυζαντινής περιόδου - αναφορά αναπόφευκτη και, προφανώς γι' αυτό, καταχωνιασμένη σε μια σύντομη υποσημείωση (σ. 63) αντιφατικά, αφού το πολιτισμικό είναι για τη θεωρία του ένα κύριο εθνοδιαμορφωτικό στοιχείο - την οφείλει «σε πληροφορία της βυζαντινολόγου Judith Herrin».
Αυτό το ανύπαρκτο εμπειρικό υλικό δεν εμπόδισε τον Anderson να ενσωματώσει στη θεωρία του και τη νεοελληνική περίπτωση. Πολύ περισσότερο δεν εμποδίζει τον κύριο επιμελητή του βιβλίου, πανεπιστημιακό καθηγητή της Ιστορίας, να εκθειάζει «την εμβέλεια, το βάθος και την πυκνότητα της εμπειρικής τεκμηρίωσης» του Anderson και να επαναλαμβάνει θαυμαστικά τις απόψεις του περί νέου Ελληνισμού.
Για να φανεί καλύτερα ο ερασιτεχνισμός με τον οποίο ο Anderson προσεγγίζει τα εμπειρικά πεδία του βιβλίου του που βρίσκονται έξω από την ειδικότητά του (NA Ασία) - ερασιτεχνισμός που αδυνατεί να τον αμβλύνει η ομολογία του γι' αυτά: «Δεν έχω ειδικές γνώσεις» - θα αναφέρω την «εμπειρική τεκμηρίωση» των απόψεών του για τα εθνικά ταφικά μνημεία της νεοτερικής εποχής. Γράφει ο A. στη θαυμαζόμενη από πολλούς αρχή του δεύτερου κεφαλαίου του βιβλίου του:
«Δεν θα βρει κανείς πιο παραστατικά εμβλήματα της σύγχρονης κουλτούρας του εθνικισμού από τα κενοτάφια και τα μνημεία του Αγνωστου Στρατιώτη. Το δημόσιο τελετουργικό δέος που συνοδεύει αυτά τα μνημεία, ακριβώς επειδή είναι είτε σκόπιμα κενά είτε κανείς δεν γνωρίζει ποιος κείτεται μέσα, δεν συναντάται στο παρελθόν. Για να κατανοήσουμε τη δύναμη αυτού του νεωτερισμού φτάνει να φανταστούμε τη γενική αντίδραση στον περίεργο που θα "ανακάλυπτε" το όνομα του Αγνωστου Στρατιώτη ή θα επέμενε να γεμίσει το κενοτάφιο με αληθινά λείψανα».
Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι τα κενοτάφια της σύγχρονης κουλτούρας του εθνικισμού δεν είναι σκόπιμα κενά (πράγμα που το δηλώνουν, μεταξύ άλλων, και τα ονόματα των νεκρών που αναγράφονται, όταν είναι - ή γίνονται - γνωστά, σε πολλά από αυτά) και ότι το όνομα του Αγνωστου Στρατιώτη δεν υπάρχει για λόγους πρακτικούς και όχι για λόγους «δημόσιου τελετουργικού δέους» (η μορφή του μνημείου αυτού εμφανίστηκε όχι τον 19ο αιώνα, αιώνα εθνικιστικών παθών, αλλά μετά τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι νεκροί ήταν τόσο πολλοί και τόσο πολλοί οι μη αναγνωρίσιμοι που ήταν αδύνατον να ταφούν ονομαστικώς σε ένα ή περισσότερα μνημεία), αναρωτιέται κανείς από πού αντλεί ο Anderson τις γνώσεις του για τα ταφικά μνημεία του παρελθόντος ώστε να μπορεί να υπογραμμίζει με τέτοια βεβαιότητα τις διαφορές τους από τα ανάλογα μνημεία του παρόντος. Την απάντηση την παρέχει ο ίδιος ο Anderson σε μιαν υποσημείωση (σ. 61). «Οι αρχαίοι Ελληνες» γράφει «είχαν κενοτάφια αλλά για συγκεκριμένα γνωστά άτομα, των οποίων το σώμα, για κάποιον λόγο, δεν θα ήταν δυνατόν να ανευρεθεί ώστε να γίνει κανονικός ενταφιασμός. Οφείλω την πληροφορία στη συνάδελφο Judith Herrin».
* H θεωρία περί έθνους
Το θεωρητικό υλικό με το οποίο έχει κατασκευάσει το βιβλίο του ο Anderson δεν του επέτρεψε να σκεφθεί ότι ένας κλασικός αρχαιολόγος (πολύ περισσότερο ο ειδικός των ταφικών μνημείων της αρχαιότητας) θα ήταν ασφαλέστερη πηγή πληροφοριών γι' αυτά απ' ό,τι ένας βυζαντινολόγος. Ή, αν το είχε σκεφθεί, δεν τον προέτρεψε να κάνει έστω τη στοιχειώδη έρευνα: να ανοίξει ένα σχετικό βιβλίο για να ελέγξει την ιδέα του ότι το τελετουργικό δέος που εμπνέουν τα σημερινά μνημεία πεσόντων δεν συναντάται στο παρελθόν. Διότι, αν το είχε κάνει, θα διαπίστωνε ότι οι ομοιότητες των αρχαίων και των σημερινών μνημείων για τους πεσόντες είναι εκπληκτικές. «Γιατί ήταν τόσο σημαντικό», γράφει ένας ειδικός, οι νεκροί των πολέμων στην αρχαία Ελλάδα «να απολαμβάνουν τόσο ιδιαίτερη, σχεδόν τελετουργική προσοχή, τόσο ασυνήθιστες τιμές;» (Hoplites, επιμ. V.D. Hanson, σ. 39). Διότι, απαντούν οι κλασικοί φιλόλογοι και αρχαιολόγοι, το αίσθημα της «μητρός πατρίδος» (της «τεκούσης, θρεψάσης και υποδεξαμένης») δεν ήταν για τους αρχαίους ασθενέστερο από εκείνο της εποχής των εθνικών κρατών (βλ. Συκουτρή, Εκλογή έργων, σ. 390 κ.εξ.).
H θεωρία περί έθνους είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφεθεί στα χέρια των θεωριοκρατούμενων ιστορικών (πολλώ μάλλον των θεωριολάγνων), η θεωρητική σχηματικότητα των οποίων συνεχίζει να παράγει ιστοριογραφικές διαστρεβλώσεις.
_____________
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

«Επιστροφή» στον… ανθρωπισμό


του Γεωργίου Η. Ορφανού  ΠΕΡΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ.......   


Πολύ μελάνι χύνεται και πολύς λόγος γίνεται στις μέρες μας και παγκοσμίως για ανάγκη «επιστροφής» του ανθρωπισμού και της ανθρωπιστικής παιδείας στην καθημερινή, δημόσια και ιδιωτική, ζωή των πολιτών και για παραμερισμό της ιδιοτέλειας.
Ανθρωπισμός ή ουμανισμός, λοιπόν, ας κληθεί η επίμονη προσπάθεια για καλλιέργεια, ψυχική και πνευματική, του ανθρώπου, επειδή αυτή θα τον οδηγήσει στην ατομική προκοπή και στην, κατόπιν άδολης συνεργασίας με τους γύρωθέ του, κοινωνική ευημερία. Είναι, επίσης, το σύνολο των ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων που προσιδιάζουν στον άνθρωπο και τον διακρίνουν από τα ζώα, η φιλανθρωπία, ο αλτρουισμός, αλλά και το φιλοσοφικό δόγμα, κατά το οποίο η παιδεία πρέπει να βασίζεται στη σπουδή της κλασικής αρχαιότητας, ενώ τέλος, είναι και η πίστη στην ιδέα και αξία του ανθρώπου ως ελεύθερης ύπαρξης, που έχει δικαίωμα να ζήσει, να μορφωθεί και να δημιουργήσει μέσα σε συντεταγμένη πολιτική κοινωνία.
Τα κυριότερα γνωρίσματα του ανθρωπισμού είναι η φιλοπατρία, ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η ελευθερία των πολιτών σε όλες της τις μορφές (λόγου, σκέψης, έργων κ.ά.), η προσήλωση στους κανόνες της δικαιοσύνης και τήρηση των νόμων της κοινωνικής συμβίωσης.
Ο άνθρωπος, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και ο ανθρωπισμός- στηριζόμενος στα αρχαιοελληνικά ιδεώδη- στοχεύει στην απεξάρτηση του ατόμου από τη φύση και στην εξεύρεση τέτοιων μορφών κοινωνικής δράσης, ώστε να ικανοποιεί τις βασικές βιοτικές του ανάγκες και τον κυριότερο από τους στόχους του, την επιβίωση. 
Ποιοι παράγοντες, όμως, επηρεάζουν τον ανθρωπισμό στις διάφορες κοινωνίες όσο διαφορετικές κι αν μοιάζουν και όσο και αν τα μέλη τους διαφέρουν μεταξύ τους (σε ηλικία, φύλο, μορφωτικό επίπεδο, εργασία π.χ.); Η ευδαιμονία (η ευτυχία, μακαριότητα αλλά κι η υλική ευημερία, ευμάρεια) ατόμων και κοινωνιών είναι αποδεδειγμένο ότι δεν τον αφήνει ανεπηρέαστο, την ώρα που παραμένει πάντα χωρίς σαφή απάντηση σε κάθε κοινωνία το ερώτημα εάν η αντίληψη περί του δικαίου και η περί του συμφέροντος συμβαδίζουν ή είναι τελείως διαφορετικοί «δρόμοι». Την ίδια στιγμή, όλοι ξέρουμε πόσο επηρεάζει τον ανθρωπισμό η σωματική καλλιέργεια που ενδυναμώνει το ανθρώπινο σώμα και το κάνει ανθεκτικό στις δυσκολίες και στις «προκλήσεις», πόσο οι σχέσεις γονέων-παιδιών και δασκάλων- μαθητών, η αγάπη των φίλων, ο έρωτας, αλλά και η σημασία που αποδίδουμε στην πνευματική καλλιέργεια για την ανθρώπινη ζωή και ο ρόλος της παιδείας…
 
Σε ό,τι αφορά στη συμβολή του ανθρωπισμού στη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας, ας σταθούμε στα ακόλουθα «προτερήματα», που αποχτά χάρη στον ανθρωπισμό ο «μυημένος» άνθρωπος, ως οργανωμένος πολίτης κι ως μεμονωμένο άτομο: συνετός, ανδρείος, δίκαιος, τίμιος, ευσεβής, φιλαλήθης, φιλάνθρωπος, «καλοκάγαθος», ενάρετος, μετριόφρων, αφιλοχρήματος, ρεαλιστής, ανεξάρτητος στη σκέψη και την κρίση, προβληματισμένος, συναισθηματικά σταθερός, ριψοκίνδυνος, φιλόπονος (για το κοινό καλό), παίρνει πρωτοβουλίες, εξωστρεφής, φιλικός, συνεργατικός, υποχωρητικός- προσαρμοστικός (εκεί που πρέπει, όταν είναι ανάγκη κι όσο χρειάζεται), ολιγαρκής, αμερόληπτος, χειραφετημένος, πειθαρχικός στους νόμους -τις αξίες- τους μεγαλύτερους και πάντοτε ελέγχει τους πολιτικούς του ταγούς και τους πνευματικούς ηγέτες της κοινωνίας του και αμφισβητεί την πατροπαράδοτη «κληρονομιά» για να την καλυτερέψει και όχι να την ανατρέψει.
 
Δυστυχώς, σήμερα, ο πολιτισμός των ανθρώπων και των μηχανών «ταυτίστηκε» με την τεχνολογική εξέλιξη και προβάλλει κάθε φορά τέτοιες αξίες- πρότυπα που παραμερίζουν τον άνθρωπο (π.χ. πολίτης-μανιώδης καταναλωτής, πολίτης-ρουτινιασμένος τηλεθεατής, πολίτης-πειθήνιο ρομπότ, πολίτης-απαθής δέκτης), ανακηρύσσεται το εφήμερο κέρδος σε ύψιστη αξία, ο άνθρωπος από αφεντικό έγινε δούλος της δουλειάς και των αναγκών του, μοναξιά σε πολυάριθμες μεγαλουπόλεις, απουσία αληθινής αγάπης και πραγματικής φιλίας, κοινωνικές ανισότητες, στένεμα (αντί διεύρυνση) της δημοκρατίας, ρατσισμός, φανατισμός, ασυνείδητη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος στο βωμό του «αντιανθρωπιστικού» συμφέροντος, απουσία κινήτρων για δυναμική κοινωνική επανάσταση.
Παρά ταύτα, ποιοι θα μπορούσαν να είναι οι τρόποι προώθησης του ανθρωπιστικού πνεύματος στη σημερινή κοινωνία; Πρώτα απ' όλα, ο επαναπροσδιορισμός των στόχων της παρεχόμενης εκπαίδευσης στους νέους. Κατόπιν, η ολόπλευρη καλλιέργεια του ανθρώπου και ανάδειξη ταλέντων-κλίσεών του, η κριτική αντιμετώπιση πατροπαράδοτων αξιών και η αναθεώρηση αναχρονιστικών δογμάτων-νόμων-αυθεντιών-προκαταλήψεων. Κοντά σε αυτά, πολλοί δέχονται και την καλλιέργεια αγωνιστικού ήθους και όχι κλίματος ηττοπάθειας, απαισιοδοξίας, παραίτησης από τη ζωή και την ανάπτυξη κοινωνικής συνείδησης για συλλογική αντιμετώπιση των κοινών καθημερινών προβλημάτων, αλλά και το ορθολογικό και δίκαιο σύστημα αγωγής, με σκοπό την υγιή πολιτική συνείδηση και την απρόσκοπτη ενεργό συμμετοχή στα κοινά.
 

________________ 
*Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο
Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ., φιλόλογος,
Msc Διαχείρισης Πολιτιστικής Κληρονομιάς

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

"Συγχαίρουμε τον ΣΥΡΙΖΑ για τη μεγάλη του νίκη". Σχόλιο για τις εκλογές του Μίκη Θεοδωράκη



"Συγχαίρουμε τον ΣΥΡΙΖΑ για τη μεγάλη του νίκη.
Με τον ΣΥΡΙΖΑ βρεθήκαμε πολλές φορές να παλεύουμε χέρι-χέρι για τους κοινούς στόχους της Εθνικής Ανεξαρτησίας και Αυτοτέλειας, την απελευθέρωση του Λαού μας από τον ζυγό των ξένων, τα Δικαιώματα του Λαού μας. Γι' αυτό και θεωρούμε θετικό το εκλογικό του ποσοστό.

Παράλληλα θα πρέπει να τονίσουμε, ότι οι εκλογές, η Βουλή και η Κυβέρνηση που θα σχηματιστεί προέκυψαν μέσα στο πλαίσιο του Συστήματος εκφράζοντας τις προθέσεις των αντιμνημονιακών κομμάτων. Που σημαίνει ότι βρισκόμαστε στην αρχή της δοκιμασίας, δηλαδή στο σημείο που τα προγράμματα, οι υποσχέσεις και οι προθέσεις οφείλουν να αρχίσουν να γίνονται πράξεις και έργα.
          
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Λαός μας στη συντριπτική του πλειοψηφία αναμένει να υλοποιηθεί η μεγάλη αλλαγή μέσα από το Σύστημα, σύμφωνα με τις ρητές διαβεβαιώσεις και τις υποσχέσεις κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και των ΑΝ.ΕΛ. ότι θα καταργηθούν τα Μνημόνια, οι Τρόικες και οι ασφυκτικές πιέσεις των ξένων και γι' αυτόν τον λόγο  διοχετεύθηκε η μεγάλη οργή του Λαού μας ενάντια στην πολιτική των μνημονιακών κομμάτων που μας κυβέρνησαν από το 2010 έως σήμερα κυρίως μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ.  

Τα αποτελέσματα των χθεσινών εκλογών δείχνουν πια καθαρά ότι η συντριπτική πλειοψηφία του Λαού μας δεν αντέχει πια και δεν δέχεται την εξάρτηση της χώρας από τις κάθε είδους ξένες δυνάμεις. Θέλει την Εθνική Ανεξαρτησία, που για μας, την Σπίθα, αποτελεί τον κορυφαίο και τελικό μας στόχο.

Εμείς πιστέψαμε ότι υπάρχει στον Λαό μας αυτή η συντριπτική πλειοψηφία που απορρίπτει την ξένη εξάρτηση και οραματίζεται την Εθνική Ανεξαρτησία. Και γι' αυτό τον λόγο δημιουργήσαμε το Μέτωπο ΕΛ.ΛΑ.Δ.Α. με την ελπίδα ότι η μεγάλη αυτή πλειοψηφία θα μπορούσε να ενωθεί μέσα σε ένα Ενιαίο Πανεθνικό Παλλαϊκό Μέτωπο, ικανό να αναμετρηθεί με το Σύστημα (που είναι ένα μίγμα ξένων και ντόπιων δυνάμεων), να απαλλάξει τη χώρα οριστικά από κάθε ξένη εξάρτηση και να χαρίσει στον Λαό μας την Εθνική μας Ανεξαρτησία.
Σ' αυτό το Όραμα παραμένουμε πιστοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χαιρετίζουμε και δεν θα βοηθάμε κάθε κίνηση και πρωτοβουλία της νέας Κυβέρνησης που θα τολμά να συγκρουστεί με τους δεδηλωμένους εχθρούς του Λαού μας καθώς και κάθε προσπάθεια για την αποκατάσταση των αδικιών που έγιναν εις βάρος του Λαού μας και για την πλήρη έξοδό μας από τα δεσμά των Μνημονίων με την άμεση και ρητή κατάργηση όλων των όρων που θίγουν την Εθνική μας Ανεξαρτησία και Αυτοτέλεια και με στόχο την πλήρη αποκατάσταση των δικαιωμάτων του Λαού μας.
Ο ρεαλισμός και η αγάπη μας για τον Λαό μας, μάς επιβάλλει να συμμετέχουμε στους αγώνες του και να μην επιτρέψουμε στην πικρία μας για τον κατατεμαχισμό του Λαϊκού Μετώπου σε ανεξάρτητες και συχνά αντιμαχόμενες κομματικές δυνάμεις να μας μεταβάλει σε δύναμη αμέτοχων παρατηρητών.
Άλλωστε όλοι εμείς που συμμετέχουμε σήμερα στο Δίκτυο Σπιθών ΕΛ.ΛΑ.Δ.Α., με όλες τις ψυχικές και τις πνευματικές μας δυνάμεις, επιλέξαμε τον δύσκολο δρόμο και είμαστε έτοιμοι να υποστούμε κάθε δοκιμασία, με τη βεβαιότητα ότι υπηρετούμε πάνω απ' όλα το Όραμα της Εθνικής μας Ανεξαρτησίας".

Αθήνα,  26.1.2014
Μίκης Θεοδωράκης

Πηγή: http://www.mikistheodorakis.gr/el/news/?nid=5108

http://www.ertopen.com/news/ellada/politikh/item/30007-scholio-gia-tis-ekloges-toy-mikh-theodwrakh