ΕΒΔΟΜΟ ΓΡΑΜΜΑ
Κώστας Αξελός - Γράμματα σ ένα νέο στοχαστή
Φιλοσοφία
Δεν υπάρχει τελευταία λέξη. Ούτε πρώτη. Όλες οι λέξεις έχουν την ιστορία τους. Υπάρχουν ωστόσο λέξεις κατά κάποιον τρόπο διιστορικές, οι οποίες ανήκουν ταυτόχρονα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Υπάρχει μια σκέψη που δεν προτείνει κανένα πρόγραμμα, καμιά οριστική λύση, καμιά παρηγοριά, καμιά σωτηρία. Η σκέψη αυτή είναι εξαιρετικά σπάνια στην ιστορία της σκέψης. Επιτρέπει ωστόσο, όπως διαγράφεται εδώ, έναν κάποιον προσανατολισμό μέσα στο λαβύρινθο του κόσμου. ΤΙ να σκεφτούμε; Και τι να πράξουμε;
Οι δυο αυτές ερωτήσεις αναδύονται από ένα κέντρο, τίθενται καθ' όλο το μήκος ενός δρόμου ο οποίος διαφοροποιείται. Να αντέξουμε στο μηδέν; Το τίποτα δεν είναι ποτέ ολομόναχο, γιατί στην περίπτωση αυτήν θα μας ήταν αδύνατο να μιλήσουμε γι' αυτό, να μιλήσουμε στοχαστικά και να ενεργήσουμε ουσιαστικά. Να αντέξουμε αυτό που δεν αντέχεται; Αν δεν θέλουμε ρητώς το θάνατο που εκδηλώνεται μέσα μας, εκτός μας, αλλά ποτέ χωρίς εμάς, θα μας δινόταν ίσως να τοποθετηθούμε στοχαστικά και δραστήρια στο αινιγματικό κέντρο της ολόκληρης σχέσης άνθρωπος-κόσμος. Θα είχαμε τότε να αντιμετωπίσουμε φιλικά και θαρραλέα τα απαρέγκλιτα αποσπάσματα όλων όσα «είναι» και το όλον αυτό διασπασμένο αυτό καθ' εαυτό, πέρα από το είναι και την αλήθεια, σ' ένα χρόνο που δεν θα ήταν αιώνιος ή επαναληπτικός, γραμμικός ή προοδευτικός. Αυτός ο χρόνος, όπου η χρονική επιστροφή θα εκδηλωνόταν ως διαφορετική, θα ήταν ο χρόνος της περιπλάνησης που καθορίζει την ιστορία των ανθρώπων, η οποία έχει γίνει πλανητική. Τα διακυβεύματα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής μας και το ίδιο το διακύβευμα αφορούν κεντρικά το παιχνίδι της σχέσης άνθρωπος-κόσμος.
Οι ερωτήσεις, περισσότερο απ' 6,τι τα προβλήματα, ακόμη και αν τις έχουμε επεξεργαστεί, παραμένουν ανοικτές, και η ερώτηση που ανοίγεται σ' εμάς ενώ ανοιγόμαστε σ' αυτήν είναι και παραμένει κεντρική σε σχέση με το κέντρο που διαφεύγει. Αυτό το κέντρο δεν είναι άλλο από το ενιαίο κέντρο όλων των αντιθέσεων και των διαφορών, όλων των συμπλοκών και των αγώνων που έχουν τελικά να παίξουν ένα ρόλο. Όλο και περισσότερο, το ανοικτό σύνολο αυτού που είναι καινεται, καθώς και ο κόσμος που δεν είναι ένας ορίζοντας των οριζόντων ή ο ύπατος ορίζοντας, θεωρούνται και βιώνονται με αδιαφορία. Η εγγενής αδιαφορία, παρ' όλες τις κουβέντες και τους διαλογισμούς, είναι προορισμένη να απλωθεί. Παραμένει ωστόσο δυνατή μια ανώτερη αδιαφορία, χωρίς να είναι συνώνυμη ουδετερότητας, χλιαρότητας. Ακόμη και η φιλική και, ει δυνατόν, ποιητική σχέση με τον εαυτό μας, τους άλλους, τα πράγματα, δεν μπορεί παρά να γειτνιάζει επικίνδυνα με την κοινή και ταυτόχρονα με την ανώτερη αδιαφορία, στην προσπάθειά της να υπερβεί παραγωγικά αυτό που αποκρυσταλλώνεται σαν αγάπη ή συντροφικότητα και αυτό που μας βασανίζει σαν μίσος. Αλλά η αδιαφορία που δέχεται και που δίνει εξακολουθεί να παραμένει σκοπός.
Αυτό που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους της εποχής μας, αν υποθέσουμε ότι αποτελεί ακόμη εποχή, δηλαδή το μετέωρο κάποιου πράγματος σαν έννοια, είναι ότι σέρνονται μισοευχαριστημένοι, μισοδυσαρεστημένοι, ούτε ευχάριστημένοι, ούτε δυσαρεστημένοι, πάνω σε μια γη που βαδίζει προς την ερήμωση.
Ο γενικευμένος ναρκισσισμός τρέφει όλες τις εικόνες και το οικουμενικοποιημένο θέαμα αντιπροσωπεύει τη ζωή και τη φαντασία. Η βαθιά και γ6νιμη οδύνη καλύπτεται και η ίδια από αυτό που είναι δοσμένο: ένα μίγμα μέτριας απελπισίας και νευρικής έξαρσης. Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα να περιμένουμε; Πριν μπορέσει, εκεί που κάθε φορά δημιουργείται, να ακουστεί η ερώτηση, αν πρέπει κάποτε να ακουστεί, όντα και πράγματα δεν θα πάψουν να ακολουθούν την πορεία τους σύμφωνα με τη λογική που τα συντηρεί και τα κινεί, διαρκώς κάπως ασταθή, διαρκώς πολύ ταραγμένα. Ακόμη κι αν ακουγόταν -από ποιον; και πώς;- ο σκεπτόμενος λόγος που λέει την ερώτηση, δεν θα είχε άμεση αποτελεσματικότητα και θα οδηγούσε σε όλες τις δυνατές και αδύνατες παρεξηγήσεις.
Χωρίς να εξιδανικεύουμε και χωρίς να καταδικάζουμε το παρελθόν που περιέχει αποθέματα μέλλοντος, χωρίς να μαυρίζουμε υπερβολικά το παρόν που δεν είναι μαύρο αλλά θαμπό και γκρίζο, κι ενώ ανοιγόμαστε στο μέλλον που έρχεται προς συνάντησή μας, αλλά το οποίο δεν θα είναι τόσο χαρούμενο ούτε τόσο κατα να διερευνήσουμε το μυστικό του χρόνου προσπαθώντας να ανταποκριθούμε σ' αυτό. Ο χρόνος δεν χωρίζεται σε τρεις διαστάσεις. Εκδηλώνεται ανά πάσα στιγμή ως παγχρονικότητα όπου παρελθόν, παρόν, μέλλον παίζουν ακατάπαυστα μαζί, ενωμένα και διαφοροποιημένα. Στην απόσυρσή του ανοίγεται σ' εμάς, για να προσπαθήσουμε, αν μας δινόταν η δυνατότητα, να μη βουλιάξουμε στην υπάρχουσα και λειτουργούσα τάξη-αταξία, παρ' όλες και με όλες τις δυσλειτουργίες της.
Το παιχνίδι του χρόνου, παιχνίδι του κόσμου, παιχνίδι της περιπλάνησης δεν έχει τίποτα το παιγνιώδες, το χαριτωμένο. Τα ενδοκοσμικά παιχνίδια παραμένουν διαφορετικά από το παιχνίδι του κόσμου. Αυτό το παιχνίδι παραμένει αβυσσαλέο, μας ζωντανεύει και μας θανατώνει. Χωρίς καθορισμένη αρχή, χωρίς προβλεπόμενο τέλος, γεννιέται και χάνεται. Εμείς, οι θνητοί, αποτελούμε μέρος του, γιατί δεν υπάρχει κόσμος χωρίς τον άνθρωπο και δεν μπορεί να υπάρξει κόσμος μόνο ή κυρίως ανθρώπινος. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε να καλούμε αυτό που δεν είμαστε αλλά στο οποίο ανήκουμε. Και αυτό αντέχει πολλά ονόματα που του δόθηκαν, περιπαίζοντάς τα όλα. Διατρέχοντας όλο το δρόμο που ανοίγεται σ' εμάς, παροτρύνοντάς μας να τον ακολουθήσουμε και να τον χαράξουμε, δεν ξεκινάμε από μια αρχική λέξη και δεν καταλήγουμε σε μια ύπατη λέξη. Στη διάρκεια της πορείας μας διασταυρωνόμαστε με άλλους δρόμους και άλλα μονοπάτια. Ωστόσο, ακόμη κι αν υπάρχει ένας δρόμος που επιβάλλεται, προσανατολισμένος από και προς το ενιαίο παιχνίδι, αυτή η πορεία δεν έχει κάποιο σκοπό. Ταυτόχρονα και προσανατολισμένη, η πορεία μάς πηγαίνει όσο πιο μακριά γίνεται. Διαρκώς κάτω από τον αστερισμό του άσκεφτου, οδηγεί ενίοτε σε μια κορυφή απ' όπου γίνονται ορατοί άλλοι δρόμοι. Η κορυφή, όπου φτάνει κανείς στο τέλος, οδηγεί τον οδοιπόρο ήδη από το ξεκίνημα, συχνά εν αγνοία του. Αυτή η κορυφή φέρει ένα όνομα που είναι και δεν είναι η ύπατη λέξη. Το παιχνίδι του κόσμου μπορεί να λεχθεί σε μια γλώσσα προσφυή, προσεκτική συνάμα στη φιλία και στην πολλαπλότητα των λέξεων και των πραγμάτων. Αυτή η γλώσσα που έχει προέλθει από τη σιωπή, που μιλάει και που σιωπά, που μιλάει σιωπώντας και σιωπά μιλώντας, περιέχει άλλες γλώσσες. Κάθε γλώσσα περιέχει το μη ειπωμένο, και μιλάμε συχνά χωρίς να ξέρουμε ότι έτσι αποσιωπούμε επίσης αυτό για το οποίο γίνεται λόγος. Το πρωτόγνωρο μιας γλώσσας μπορεί να γονιμοποιήσει μια άλλη γλώσσα που εγγράφεται, κι αυτή επίσης, στο γλωσσικό κέντρο της σχέσης άνθρωπος-κόσμος. Η γλώσσα που εγγράφεται στο κέντρο της ολόκληρης σχέσης άνθρωπος-κόσμος δεν λούζεται στο φως, δεν δίνει αποκλειστικά και μόνο φως. Όλη η μεταφυσική είναι μια μεταφυσική του φωτός. Η αντιμεταφυσική επικαλείται ένα άλλο φως, το οποίο δεν απελευθερώνεται από το αυτό. Δεν είναι τόσο παράξενο όσο φαίνεται σε μια προσέγγιση ότι μεταφυσική και αντιμεταφυσική ή συνενωμένες λένε την κυριαρχία του φωτός και τη λένε ανθρωπομορφικά. Οι εξαιρέσεις είναι σπάνιες. Στους προσωκρατικούς συναντάμε τα πρώτα ίχνη της κυριαρχίας του φωτός, με περισσότερο ή λιγότερο ανθρωπομορφισμό.
Ο Ηράκλειτος άραγε εξαιρείται; Με και μετά τον Χέγκελ η τάση για την κυριαρχία αυτή δεν σταματά ξαφνικά. Η μεταφυσική ως μεταφυσική είναι προορισμένη να ζήσει μια μακριά παρακμή. Με τη σκέψη η οποία προσπαθεί να τοποθετηθεί σ' ένα άλλο σχήμα το φως δεν μπορεί πλέον να κρατήσει την κυρίαρχη δύναμή του. Η σκέψη του κόσμου, η γλώσσα της περιπλάνησης, η ερώτηση του παιχνιδιού κάνουν ώστε ο κόσμος και τα πράγματα να μη λούζονται πια στο φως. Όχι για να δούμε το σκότος να καταλαμβάνει τα πάντα, αλλά για να δούμε και να πούμε το διαρκές παιχνίδι του κιαροσκούρο, το παιχνίδι της σκιάς και του 'φωτός, του ξεδιπλώματος και της σύλληψης του φωτεινού με φόντο το αόρατο. Αυτό που είμαστε και αυτό που δεν είμαστε παραμένουν συνδεδεμένα με τον ίδιο δεσμό και προσφέρονται στην κατανόηση, διαρκώς υπό απόσυρση. Το ερώτημα του κόσμου, επειδή δεν περιέχει ούτε πρώτη ούτε τελευταία λέξη, δεν ερωτά έναν υποτιθέμενο αστείρευτο ποταμό ή ένα διαρκές γίγνεσθαι. Ωστόσο δεν παγιώνει και δεν καθορίζει τα όντα και τα πράγματα, την ιερή και απαραβίαστη πραγματικότητα. Ο κόσμος δεν εννοείται πλέον ως το σύνολο των αποκαλύψεών του και των ανθρώπινων παραγωγών. Ωστόσο η ιστορία ως περιπλάνηση έχει έναν κάποιο προσανατολισμό και η γλώσσα που τον λέει χαρακτηρίζεται από την πολυσημία της. Κάθε φλυαρία για μια νέα αρχή από το μηδέν είναι απλο'ίκή και ηλίθια. Δεν ζούμε ούτε το τέλος του χρόνου ούτε την αυγή μιας νέας εποχής.
Μάλλον νικημένοι παρά νικητές, κι ενώ οι νίκες μας οι ίδιες αποδεικνύονται μοιραίες, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η ανθρωπότητα απέχει ακόμη πολύ από το να έχει εξαντλήσει όλες της τις δυνατότητες και ότι αυτή η μοντέρνα και μεταμοντέρνα μανία της διαρκούς «υπέρβασης » δεν είναι πορεία ζωής αλλά μάλλον έργο θανάτου. Όλες μας οι «ατομικές» και οι «συλλογικές» αφέλειες, όλη μας η μετριότητα, παρά και με όλο το θόρυβο που κάνουν, καταβαραθρώνονται μέσα στο κενό, αφήνοντας το μεγάλο αθεώρητο κενό. Σε εποχές μηδενισμού, το·επίπεδο του ίδιου του μηδενισμού χαμηλώνει και παραμένουμε αδιάφοροι στο Τίποτα που δεν είναι μηδενιστικό και πηγαίνει με το ανοικτό Όλον. Κάποιο πράγμα που δεν είναι πράγμα, res, ετοιμάζεται να αλλάξει στη μορφή του κόσμου. Ένας δρόμος μάς εκπέμπει σήματα, αλλά δεν είναι εύκολο να τον πάρουμε βρίσκεται στα όρια του αδιάβατου. Η αναμονή αυτού που δεν θα έρθει ποτέ και το 'οποίο παραμένει χωρίς όνομα μπορεί να φαίνεται δελεαστική. Μια φωνή που έρχεται από τα βάθη μπορεί ωστόσο να μας δείξει ότι η παραγωγική αναμονή προέρχεται από το ίδιο το παιχνίδι του κόσμου και ότι δεν είναι δυνατή παρά μόνο με τη συμμετοχή της ενέργειάς μας. Θέλοντας να κατέχουμε, παραμένουμε ταυτόχρονα αποστερημένοι και κατεχόμενοι, ενώ μια κάποια αποδέσμευση δεν σπάει όλους τους δεσμούς αλλά τους μεταμορφώνει.
Αυτό που κρατάει την εποχή υπό τον έλεγχό του, και αναφερόμαστε στην τεχνική, διαπερνά όντα και πράγματα και τη σχέση μας με αυτά. Η τεχνολογία, η οποία δεν είναι λόγος επί της τεχνικής αλλά αυτό που καθορίζει τον τρόπο τού είναι και πράττειν, σκέπτεσθαι και οικοδομείν, αποτελεί, τρόπον τινά, υποκατάστατο της φιλοσοφίας. Είναι, όπως και η μεταφυσική του καιρού μας, μυθική και πραγματική. Υπεισέρχεται αποφασιστικά στο κέντρο της σχέσης που το ανθρώπινο διατηρεί με τον κόσμο, η οποία δεν είναι σχέση μεταξύ δύο οντοτήτων αλλά ένα και μοναδικό παιχνίδι. Το ένα και το άλλο υπάρχουν χάρη στη σχέση αυτή. Καθώς εκτυλίσσεται το τέλος της φιλοσοφίας, το οποίο θα διαρκέσει για πολύ, η σκέψη φιλοσοφικού τύπου θα συνεχίζει το δρόμο της, ενώ ένα άλλο είδος σκέψης έχει ήδη αναγγελθεί και δοκιμαστεί. Η σκέψη η οποία ανέρχεται εντεύθεν της φιλοσοφίας, τη διατρέχει και πηγαίνει πέρα από αυτή δεν είναι πλέον φιλοσοφική ούτε μεταφυσική. Δεν διαλύεται μέσα στην τεχνολογία. Αντιθέτως, έρχεται αντιμέτωπη με την τεχνική και προσπαθεί να ξετυλιχτεί ως σκέψη. Το αν η παγκόσμια ιστορία γνωρίσει μια μείζονα καταστροφή, αν εδραιωθεί μέσα στη διαρκή κρίση με σταθερές ανανεώσεις ή αν μπορέσει να γίνει κάποια στροφή που θα μας οδηγούσε σε μια άλλη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο -σχέση που δεν θα ήταν πιο «επιτυχημένη»- αυτό δεν έχει αποφασιστεί. Η σκέψη, αλλά όχι μόνη της, μια ανθρώπινη διαθεσιμότητα, αλλά όχι κατά κύριο λόγο ανθρώπινη, η τεχνική,
πολύ περισσότερο απ' ό,τι η τεχνολογία, νοούμενη φιλικότερα, θα μπορούσαν άραγε να μας βοηθήσουν στην πορεία μας και να μας προσφέρουν το χωροχρόνο μιας άλλης διαμονής; Κάθε διαμονή του ανθρώπου υπήρετεί ωστόσο ουσιαστικά μη ικανοποιητική σε οποιαδήποτε εποχή, γιατί καμιά διαμονή δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον κόσμο. Δεν βαδίζουμε προς ένα στόχο τον οποίο έχουμε θέσει και θελήσει ως τέτοιον. Ούτε χρυσός αιώνας, ούτε χαμένος και ξανακερδισμένος παράδεισος, ούτε μέρος εσχατολογικής ευτυχίας, ούτε πραγματοποιημένη ουτοπία, αυτό το πεδίο μιας άλλης σχέσης με τον κόσμο θα υπερέβαινε την εμπειρία ενός τέλους (στόχος και τέλος) και την απελπισία να μην μπορούμε να αγγίξουμε ποτέ την αρμονία. Αραγε είναι δυνατόν; Ή μήπως είναι ένα ατελείωτο καθήκον το οποίο εμπίπτει στη σφαίρα του ιδεαλισμού; Αυτό που ανοίγεται ως δυνατόν είνα: προορισμένο να σκοντάψει στη μείζονα αδυναμία: ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ο κόσμος. Ο χωρισμός μεταξύ ανθρώπου και κόσμου, η διαφορά από την οποία προέρχονται όλα μας τα δεινά, η αποτυχία, συχνά παραγωγική, κάθε εξατομίκευσης και κάθε κοινωνικοποίησης, δεν παύουν να παίζουν. Το πολύ, ίσως θα μπορούσαμε να φανούμε ικανοί να διερευνήσουμε το αίνιγμα του ενιαίου παιχνιδιού στο οποίο δεν έρχονται αντιμέτωποι μόνο δύο εταίροι. Δεν μπορεί να καταργηθεί η αμηχανία και δεν μπορεί να ξεπεραστεί διαλεκτικά. Εφόσον είμαστε ανθρώπινα όντα, εφόσον είμαστε ανθρώπινα όντα στη σχέση μας με τον κόσμο -διότι μέσα και μέσω αυτής της σχέσης υπάρχουμε εμείς «και» ο κόσμος- παγιδευμένοι σ' ένα παιχνίδι μοναδικό, με πολλαπλή ακτινοβολία, οφείλουμε να βιώσουμε την εμπειρία του ενός και του πολλαπλού που ανήκουν στο παιχνίδι. Μέσα στην πολυσημία των λέξεων και την πολλαπλότητα των πραγμάτων, μόνο μια διαθεσιμότητα έναντι του αποσπασματικού Ενός-Όλου θα ήταν ικανή να μας καταστήσει θετικά διακείμενους προς αυτό που έρχεται προς συνάντησή μας, προετοιμάζοντάς μας να το μεταμορφιδσουμε παραγωγικά. Η σκέψη είναι απαραίτητη στην πορεία που δεν υπακούει σε μια πρώτη ή τελευταία λέξη. Δεν υπάρχει ωστόσο μια πρόοδος δίχως τέλος, μια ατελείωτη πρόοδος της σκέψης. Πλούσια από όλες της τις δυνατότητες, η σκέψη δεν μπορεί να ξεφύγει από το ίδιο της το πεπερασμένο. Κάτω από έναν αστερισμό μάλλον παρά μέσα σ' ένα σύστημα, η σκεπτόμενη σκέψη μπορεί να προσπαθήσει . να διαρθρωθεί με μια εξαιρετική προσοχή και πλήρης ελαφρότητας, πάντοτε μέσα στη μη ολοκλήρωση και στο χείλος της αβύσσου. Είτε επιτύχει, είτε αποτύχει, είτε γνωρίσει και τα δύο ταυτόχρονα, δεν είναι μια υπόσχεση που πρέπει ή' που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Πιο αρχέγονη και πιο μελλοντική από οποιαδήποτε υπόσχεση, παραμένει όλη συγκεντρωμένη και όλη ακτινοβολούσα στο πεδίο που χωρίς αυτή θα ήταν άφατο και ακατοίκητο. Οι νομάδες και οι επιδημητικοί υπακούουν στον ίδιο ρυθμό Ό οποίος, στη διάρκεια της περιπλάνησης, οικοδομεί κατοικίες όπου οι άνθρωποι, που δεν μένουν ποτέ σ' έναν τόπο, διαρκώς διαφεύγοντες, ακολουθούν το γήινο και το αστρικό πεπρωμένο τους, Δεν υπάρχει τελευταία λέξη. Κι αν το παιχνίδι του κόσμου θα έπρεπε να είναι η τελευταία λέξη, δεν θα μπορούσε να ειπωθεί και να παιχτεί παρά μόνο πολλαπλά. Το παιχνίδι του κόσμου τρέφει και καταστρέφει όλες τις τελευταίες λέξεις.
ΕΒΔΟΜΟ ΓΡΑΜΜΑ
Κώστας Αξελός - Γράμματα σ ένα νέο στοχαστή
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com