ΚΟΙΝΩΝΙΑ // ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Του Γιάννη Η. Χάρη
«Κλείνουμε το βιβλιοπωλείο μας […] και προετοιμαζόμαστε για το επόμενό μας “βιβλιοπωλείο”, αλλά αρνούμαστε να το κάνουμε, όσο δεν υπάρχει θετικό και σταθερό επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα μας…»
Ώστε κλείνει το βιβλιοπωλείο της η οικογένεια Ελευθερουδάκη, αφήνοντας χρέη σ’ όλη την αγορά, και προετοιμάζεται για το επόμενο, που όμως αρνείται να το κάνει όσο… κτλ.
Υπάρχουν δηλαδή, μας λέει, συγκεκριμένα σχέδια, αλλά αρνείται… Που σημαίνει ότι υπάρχουν τα μέσα, κεφάλαια προφανώς, ή υπάρχει δυνατότητα να βρεθούν, αλλά αρνείται…
Αραγε, σκέφτομαι, μια τέτοια δημόσια δήλωση δεν θα μπορούσε να κινήσει το ενδιαφέρον του εισαγγελέα;
Αστειεύεσαι, θα μου πουν, πιάνεσαι από λέξεις, λόγια που τίποτα συγκεκριμένο δεν μπορούν να μαρτυρήσουν ή να αποδείξουν.
Ετσι είναι· ας υποχρεωνόταν όμως επιτέλους να δηλώσει η οικογένεια πως όντως λόγια ήταν, λαϊκίστικη, θα πω εγώ, θεατρινίστικη χειρονομία, για αντιπολιτευτική κυριότατα χρήση, για να κλαίνε (και αντιπολιτευόμενοι να χαίρονται και να αγαλλιούν) ο Εμπορικός Σύλλογος, ο Κουμουτσάκος και οι λοιποί –και μαζί κάποιες προοδευτικές έως αριστερές φωνές, μαγκωμένες είναι η αλήθεια, ταγμένες ωστόσο κι αυτές στην αντιπολίτευση.
Και εδώ είναι το θέμα, οι όποιες και όσο αριστερές φωνές που πονάνε ξαφνικά τις επιχειρήσεις· τις επιχειρήσεις εννοείται τις οποίες έκλεισε ο ολετήρας ΣΥΡΙΖΑ με τα κάπιταλ κοντρόλ, όπως δήλωσε εν προκειμένω η οικογένεια –και το έχαψαν πρόθυμα, γιατί τους βόλευε, οι άλλοι.
Ενώ το κανόνι ετοιμαζόταν, ως γνωστόν, κάτι χρόνια πριν.
Και ενώ, σε εντελώς ανύποπτο χρόνο, το ιστορικό βιβλιοπωλείο είχε μετατραπεί σε σουπερμάρκετ πολυτελείας.
Μετατροπή που, αν δεν οδήγησε ώς έναν βαθμό, συνέπεσε με τον (αντιστρόφως ανάλογο προς την γκλαμουράτη μεταμόρφωση) εκφυλισμό του ιστορικού βιβλιοπωλείου που είχε δοξάσει την οδό Νίκης.
Ετσι, πολύ πριν όχι μόνο απ’ τα κάπιταλ κοντρόλ αλλά απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ, η επιχείρηση άρχισε να φεσώνει συστηματικά την αγορά: «Μας χρωστάει τόσα ο Ελευθερουδάκης» ήταν η μόνιμη επωδός (άσχετο αν δικαιολογία) εκδοτών που δυσκολεύονταν να μας πληρώσουν, όσους δουλεύουμε στον χώρο του βιβλίου.
Τα είπε πρώτη τώρα η εκδότρια Αθηνά Σοκόλη, ακολούθησε ο Σύλλογος Υπαλλήλων Βιβλίου-Χάρτου, όσα τα ήξεραν πολύ καλά και χρόνια τώρα οι ξάφνου θρηνολογούντες αριστεροί.
Πάνε αρκετά χρόνια, παραμονή Πρωτοχρονιάς, κλείναν τα μαγαζιά, ερήμωνε το κέντρο, ανηφορίζοντας προς Σύνταγμα, κοντά πια στην Κλαυθμώνος, ακουγόταν όλο και πιο δυνατά ξένη πανηγυριώτικη μουσική.
Όταν έφτασα στην πηγή, τα ντεσιμπέλ πρέπει να έσπαγαν τους μετρητές. Έξω απ’ τον Ελευθερουδάκη μούγκριζε μια απίστευτα θηριώδης στερεοφωνική εγκατάσταση.
Πλησίασα, σκανδαλισμένος μία φορά απ’ τον νεοπλουτίστικο επαρχιωτισμό, δύο φορές που η χειρονομία προερχόταν από «πνευματικό» χώρο, τρεις που επρόκειτο συγκεκριμένα για τον Ελευθερουδάκη: από την τζαμαρία είδα μέσα χαρίεσσα την οικοδέσποινα ανάμεσα σε φίλους: δεν βρήκα τη δύναμη να μπω και να της πω ότι το κόστος ενοικίασης και μόνο της εγκατάστασης γι’ αυτήν τη βαρβαρότητα θα ήταν η δόση που δεν μου κατέβαλε τις ίδιες εκείνες μέρες η δική μου εργοδοσία, επικαλούμενη πάλι, πρώτα πρώτα, τα φέσια του Ελευθερουδάκη!
Οχι· δεν λυπάμαι που έκλεισε το ιστορικό βιβλιοπωλείο, λυπάμαι για τα όποια και όσα αριστερά δάκρυα χύνονται ξαφνικά, από φτηνοπολιτική και μόνο σκοπιμότητα.
______________