Παρασκευή, 25 Νοεμβρίου, 2016
Τα παιδιά στη δίνη των πολέμων
του Δημήτρη Ν. Πλουμπίδη*
Όσοι μελέτησαν παιδιά που έχουν υποστεί ψυχικούς τραυματισμούς σε συνθήκες πολέμου ή έντονων κοινωνικών αναταραχών κατάφεραν να επιζήσουν και ακολούθως να συνεχίσουν την ζωή τους, έχουν περιγράψει τους τρόπους με τους οποίους τα παιδιά επούλωσαν τις πληγές τους. Στην Ελλάδα έχουμε σήμερα περί τους 2.000 ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες και πολλά άλλα παιδιά με τις οικογένειες τους. Οι συνεχιζόμενοι πόλεμοι σε όλο τον πλανήτη αλλά και οι προσφυγικές ροές, κάνουν επίκαιρο το ερώτημα πώς τα κατάφεραν τα παιδιά σε παλαιότερες πολεμικές συρράξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι μελετητές αυτού του ζητήματος όπως η Φλώρα Χόγκμαν και ο Μπορίς Σύρουλνικ (με πολλά έργα του μεταφρασμένα στα ελληνικά) είναι και οι δύο Εβραιόπουλα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που μετά τη σύλληψη των γονιών τους βρέθηκαν μόνοι τους στη νότια Γαλλία και επέζησαν χάρη σε γαλλικές οικογένειες συνδεμένες με την αντίσταση.
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι χάρη σε ποιους θεσμούς, σε ποια δίκτυα αλληλεγγύης, χάρη σε ποια «περάσματα» ανάμεσα στα δίχτυα εχθρικών καταστάσεων κατάφεραν να επιβιώσουν. Όλοι γνωρίζουν ότι οι καταδιωγμένοι χρειάστηκαν πρώτα τροφή, ρούχα και στέγη, ένα περιβάλλον διατεθειμένο να τους συνδράμει, ενώ τα ψυχικά τραύματα σπάνια έλαβαν άμεση φροντίδα.
Στη συνέχεια εξετάζουμε τον βαθμό κοινωνικού αποκλεισμού που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν. Η ένταξη στο σχολείο είναι ιδιαίτερα σημαντική για το μέλλον αλλά και την ψυχολογία ενός παιδιού. Οι επιτυχίες στη σχολική και αργότερα την κοινωνική ζωή επιτρέπουν σε αυτά τα παιδιά να πατήσουν σε ένα πιο στέρεο έδαφος και να αφήσουν πίσω το χάος του τραύματος, όχι όμως χωρίς ψυχικό πόνο δύσκολα ορατό και προσμετρήσιμο . Ο Στανισλάς Τόμκιεβιτς στο βιβλίο του «Κλεμμένη Εφηβεία» λέει: «αν η κοινωνική δυσχέρεια προσαρμογής (παραπτωματική συμπεριφορά, ψύχωση, βαριά νεύρωση, αδυναμία βιοπορισμού) συνοδεύεται πάντα από τεράστιο ψυχικό πόνο, το αντίθετό της μπορεί να ισχύει εξίσου: ο συνεχιζόμενος ψυχικός πόνος είναι συμβατός με μία ικανοποιητική ή και εξαιρετική κοινωνική προσαρμογή». Ο τρόπος που τα παιδιά αυτά χρησιμοποίησαν την όποια στήριξη τους δόθηκε και προχώρησαν τη ζωή τους, αναδεικνύει επίσης τη σημασία για τη μελλοντική τους πορεία του ιδιαίτερα εξατομικευμένου «παιχνιδιού» ανάμεσα στους τραυματικούς και προστατευτικούς παράγοντες. Η στήριξη, η αλληλεγγύη, η παρουσία δοτικών ενηλίκων και άλλων παραγόντων επιτρέπουν την κατάκτηση ασφαλέστερων ψυχικών ισορροπιών του παιδιού οπότε και το τελικό αποτέλεσμα παύει να είναι ευθέως ανάλογο προς το βάρος των τραυματισμών.
Στην Ελλάδα, όπως και στην Ισπανία, τα τραύματα του εμφυλίου πολέμου καλύφθηκαν αρχικά από την βαθειά σιωπή που, σχεδόν πάντα, συνοδεύει την επούλωση των εμφυλίων συγκρούσεων. Τα τελευταία χρόνια και σε απόσταση «ασφαλείας» για ανθρώπους που διανύουν την έκτη ή έβδομη δεκαετία της ζωής τους, άρχισαν να εμφανίζονται τα σχετικά βιβλία και μαρτυρίες. Σε αυτές τις μαρτυρίες διακρίνουμε ότι τα καλά πρώιμα οικογενειακά βιώματα, η αυτοπεποίθηση που γεννά ένα σχετικά ασφαλές περιβάλλον, δημιουργούν ένα είδος ψυχικής παρακαταθήκης που προστατεύει ψυχικά το παιδί όταν βρεθεί «στο μάτι του κυκλώνα». Αυτό αφορά κυρίως τα μεγαλύτερα παιδιά, άνω των 5 ετών, που βιώνουν εντονότερα τα γεγονότα και τους τραυματισμούς. Ένας μηχανισμός άμυνας που έχει αναφερθεί από τους περισσότερους είναι η σταδιακή και τμηματική συνειδητοποίηση των τραυμάτων, που μπορεί μάλιστα να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα (π.χ. πρώτα δέχομαι ότι λείπει ο πατέρας μου και πολύ αργότερα ότι έχει σκοτωθεί). Το παιχνίδι όπου καταφεύγει το παιδί, συχνά σε στενή χρονική συνάφεια με τον τραυματισμό, έχει επίσης προστατευτικό χαρακτήρα (π.χ. η φωτογραφία με τα αγόρια που κάνουν βουτιές στην μικρή λίμνη που σχηματίστηκε από την έκρηξη μιας βόμβας στη Συρία).
Σε αρκετές μαρτυρίες κυρίως από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο γίνεται αναφορά σε συμπεριφορές που επαναλαμβάνονται αργότερα και αποτελούν ένδειξη βαθύτερων , «θαμμένων» , ψυχοτραυματισμών της παιδικής ηλικίας. Η καχυποψία ή η υπερπροσαρμοστικότητα μπορεί τότε να βοήθησαν τα παιδιά στην επιβίωση τους και σήμερα να αποτελούν αιτία ενόχλησης, ψυχικού βάρους και ρήξεων με το περιβάλλον, οδηγώντας κάποιες φορές στην αναζήτηση θεραπείας. Τις βαρύτερες επιπτώσεις είχαν τα παιδιά που οι εξωτερικοί τραυματισμοί επέδρασαν σ' ένα πιο εύθραυστο υπόστρωμα - βεβαρημένη κληρονομικότητα, πλήρης απουσία ή σοβαρές ανεπάρκειες της οικογένειας, κακά υποκατάστατα της οικογένειας. Δεν έχουμε προφανώς τη μαρτυρία όσων παιδιών δεν μπόρεσαν να επιζήσουν και όσων δεν θέλησαν ποτέ να αγγίξουν τα παλιά τραύματα. Κάποια από τα παιδιά επέζησαν και προχώρησαν στη ζωή χάρη σε ιδιαίτερες ατομικές ικανότητες που τους δίνει, κατά τον Μπ. Σύρουλνικ, χαρακτηριστικά ενός «ψυχο-Ζορό». Ο Αμπάς έφυγε μόνος, 12 ετών, πεζός από το Ιρακινό Κουρδιστάν, έμαθε την τέχνη του υδραυλικού στην Τουρκία συνέχισε στην Ελλάδα και επέστρεψε πρόσφατα ως επιτυχημένος επαγγελματίας στη χώρα του.
Σε ό,τι αφορά το βάθος των τραυματισμών και στη συνέχεια των μηχανισμών επούλωσης δεν είναι δυνατό να έχουμε μια συνολική εικόνα, για τον απλό λόγο ότι πρόκειται για μηχανισμούς πολυδιάστατους, σε διαρκή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον και σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητους. Η αφήγηση αυτών των τραυμάτων γίνεται είτε για λόγους θεραπείας είτε σε περιόδους όπου η κοινωνία έχει θετική στάση απέναντι στα όσα έγιναν τότε, όπως συνέβη στην Ελλάδα μετά το 1981 και την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης.
Ή όταν επιχειρείται ένας απολογισμός της ζωής. Ο Σ.Τόμκιεβιτς εξηγεί γιατί σιώπησε ως τα 48 του χρόνια : «Αν σιώπησα, αυτό δεν οφείλεται τόσο στις φρικαλεότητες που έζησα στα στρατόπεδα ?αλλά κυρίως στον μαζικό χαρακτήρα των φόνων που έζησα στη Πολωνία ?Δεν ήθελα επίσης να μιλήσω για τα σαρκικά μου βιώματα γιατί ντρεπόμουν : οι ψείρες, η βρωμιά δεν είναι πράγματα που λέγονται και δεν μίλησα γι' αυτά σε κανένα. Από ντροπή επίσης δεν μπορούσα να εκφράσω τον ψυχικό μου πόνο και συνήθισα από την αρχή να ελαχιστοποιώ την οδύνη...». Δεν μπορεί να υπάρξει αφήγηση και ακόμα περισσότερο μαρτυρία γι' αυτά τα τραύματα αν ο ακροατής δεν είναι σε θέση να κατανοήσει , να συναισθανθεί αν όχι και να συμπάσχει για όσα αποκαλύπτονται στην αφήγηση, αλλιώς τα τραύματα μένουν βουβά και ανέκφραστα. Βλέπουμε πόσο λίγο μας αφορούν εικόνες από καταστροφές που κατακλύζουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με εξαίρεση εκείνες που αγγίζουν προσωπικές μας χορδές.
Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στο ψυχοτραυματικό δυναμικό που εμπεριέχει η σημερινή κοινωνική κατάσταση στη χώρα μας: οικονομική αβεβαιότητα για τις περισσότερες κοινωνικές ομάδες, μεγάλη μετανάστευση των νέων, συνταξιοδοτική αβεβαιότητα, νέες μορφές κοινωνικότητας - ακατανόητες για τους παλιότε-ρους, χιλιάδες πρόσφυγες που με την παρουσία τους αυξάνουν τα αμυντικά αντανακλαστικά των περισσότερων? Πρόκειται βέβαια για μια δυναμική εν κινήσει κι επομένως τα θετικά ή τα τραυματικά της αποτελέσματα διαμορφώνονται καθημερινά.
*Ο Δημήτρης Ν.Πλουμπίδης είναι καθηγητής Ψυχιατρικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ: επιμέλεια Νατάσσα Δομνάκη