ΑΘΗΝΑ
«Η με τόσην τυμπανοκρουσίαν και κυβερνητικήν μεγαλαυχίαν περί «κοινωνικής πολιτικής και προστασίας των ασθενεστέρων τάξεων» εισαχθείσα προ εξαμήνου, διά του περί ΙΚΑ νομοσχεδίου, ασφάλισις των υπηρετριών, απέληξεν ως προκύπτει, εις πολλαπλούν και παταγώδες φιάσκο.
Από τα 50.000 άτομα που αποτελούν το υπηρετικόν προσωπικόν εις την περιοχήν πρωτευούσης, μόνον 2.000 έχουν απογραφή και ασφαλισθή, δηλαδή τέσσαρα περίπου τοις εκατόν. Θλιβερώτερα ακόμη είναι τα αποτελέσματα εις άλλας πόλεις.
Πέραν τούτου όμως, το νομοσχέδιον του υπέρ του ΙΚΑ χαρατσώματος έχει, ως αναφέρεται, προκαλέση μεγάλην αναστάτωσιν μεταξύ του υπηρετικού κόσμου και εις τας με τους εργοδότας σχέσεις του. Υπηρέτριαι με μακροχρόνιον υπηρεσίαν εγκαταλείπουν τους εργοδότας των, διότι φοβούνται την απογραφήν των και την αντιμετωπίζουν ως κοινωνικήν μείωσιν. Διότι ουδεμία, βεβαίως, φιλοδοξεί να τελειώσει τον βίον της ως συνταξιοδοτουμένη από το ΙΚΑ υπηρέτρια.
Τον δημιουργηθέντα διά του νομοσχεδίου σάλον επιτείνει μάλιστα τώρα η μελετωμένη υπό του υπουργείου εργασίας σύστασις «συνεργείων ελέγχου» (ανάγνωθι κατασκόπων), τα οποία θα περιέρχωνται την πόλιν και θα ζητούν πληροφορίας από τους γαλακτοπώλας και τα μπακάλικα.»
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
30/7/1961
~~~~~~~~
«Η ιστορία είναι αληθινή. Στην εμφυλιακή εποχή, όταν οι αριστεροί είχαν για ένα φεγγάρι το πάνω χέρι στη Θεσσαλονίκη συνέβαιναν από απλοϊκές μέχρι και ρομαντικές ιστορίες. Οπως τότε που σε μια από τις συχνές «έρευνες» που γίνονταν στα αστικά νοικοκυριά ένας νεαρός γύρισε κι είπε: «Τ' αφεντικά απ' εδώ και οι υπηρέτριες απ' εκεί! Στ' αριστερά». Κι απευθυνόμενος «στα δουλικά» τους ανήγγειλε θριαμβευτικά: «Τώρα είστε ελεύθερες. Μπορείτε να φύγετε απ΄ αυτούς που σας εκμεταλλεύονται τόσα χρόνια!». Κι ήταν λέει μία γριά υπηρέτρια στο συγκεκριμένο σπίτι που έξαλλη του έβαλε τις φωνές. «Δεν θα μου πεις εσύ με ποιον θα πάω. Είμαι εδώ από παιδί και τους αγαπάω όλους σαν οικογένεια. Ακου εκεί! Εγώ νοιώθω αυτό που κάνω εδώ καταδικό μου!».
ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΓΙΑΤΑΚΗΣ,
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 8/7/2012
~~~~~~~
«Ένα βράδυ όμως θυμούμαι δεν μας επήγε διόλου γούρι. Εκατεβαίναμε όλο κέφι από την οδόν Αγχέσμου [σημερινή Βουκουρεστίου] κ’ εσταματήσαμε σε μια γωνιά για να κάνωμε την κανταδίτσα μας. Μόλις όμως είχαμεν αρχίσει μας εμπλοκάρισεν ένας ολόκληρος λόχος από αστυφύλακες και μας επήρανε όλους στο φρέσκο… Είχαμε την ατυχία να σταθούμε κάτω από το σπίτι του Καλογερόπουλου που είτανε την εποχήν εκείνην Υπουργός των Εσωτερικών.
Φαίνεται πως ο μακαρίτης είχε πολύ νόστιμες υπηρέτριες και δεν τον άφηναν όλη τη νύκτα να κλείση μάτι από της καντάδες. Είχε δώσει λοιπόν διαταγή στην Αστυνομία να λάβη τα μέτρα της και μόλις εφανήκαμεν εμείς μας άρπαξαν αμέσως. Τυχερό και αυτό. Επεράσαμε λοιπόν μια φρικτή βραδυά στο κρατητήριο κ’ εστριμωχνόμαστε όλοι στο παράθυρο να πάρωμεν αέρα γιατί μας έιχε πνίξει η βόχα. Πρέπει κανείς να πάη στη ζωή του και λίγη φυλακή…»
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ, 1927