Ο Κώστας Κρεμμύδας παρουσιάζει τον Μανδραγόρα και μιλά για την ποίηση, την τέχνη και τα προβλήματα του πολιτισμού στη σημερινή Ελλάδα
Ο «Μανδραγόρας» είναι ένα από τα παλιότερα λογοτεχνικά περιοδικά που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Αναγνωρίσιμος από το μεγάλο σχήμα του, με ιδιαίτερο λόγο και θεματική που κεντρώνει γύρω από την ποίηση αλλά ανοίγεται γενναία και στις άλλες τέχνες, όσο και σε θεωρητικές αναζητήσεις καλλιτεχνικές και πολιτικές. Ζητήσαμε από τον Κώστα Κρεμμύδα, που τον βρίσκουμε τις Κυριακές να σχολιάζει με τον δικό του τρόπο καταστάσεις και φαινόμενα της ελληνικής πραγματικότητας στη σελ. 2 της «Εποχής», συνεκδότη του περιοδικού, να μας μιλήσει για το Μανδραγόρα, τα λογοτεχνικά περιοδικά, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και την αριστερή οπτική στην τέχνη.
Μαρώ Τριανταφύλλου
Κ. Κρεμμύδα, μιλήστε μας λίγο για την ιστορία του περιοδικού. Πότε δημιουργήθηκε, ποιο ήταν εξαρχής το ιδιαίτερο στίγμα του, πώς επελέγη το όνομά του;
Ξεκινήσαμε από τον 7ο όροφο –όχι ουρανό, γιατί ξέραμε τι μας περίμενε– της Θεμιστοκλέους 34 στα Εξάρχεια, τον Μάιο του 1993. Αργότερα κατεβήκαμε στον 6ο, με τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό να μας εύχεται «Και στο πεζοδρόμιο!», εννοώντας να νοικιάσουμε έναν ισόγειο χώρο για βιβλιοπωλείο. (Ευχή που δυστυχώς έμεινε ανεκπλήρωτη, εννοώ του πεζοδρομίου).
Ως συντακτική ομάδα (νομίζω η μόνη στο χώρο των περιοδικών) που από τότε λειτουργούμε αδιάλειπτα στις ανά Τρίτη συνεδρίες μας –όπως και στην ψυχοθεραπεία–, προκρίναμε το «Μανδραγόρας» για πολλούς λόγους: τα περισσότερα περιοδικά ήταν θηλυκά ή ουδέτερα… Κάτι που δεν μας ταίριαζε. Από την άλλη, ο «Μανδραγόρας» –παραισθησιογόνο και φαρμακευτικά αξιοποιήσιμο φυτό, ήδη από την αρχαιότητα– έδινε τη συνέχεια ενός κάπως απελευθερωτικού και ταυτοχρόνως φορτισμένου λόγου. Άλλωστε ως περιοδικό για την τέχνη και τη ζωή, όπως είναι ο πλήρης τίτλος του, οφείλει να είναι μάχιμος κι όχι ξενέρωτος, ανοιχτός στα ρεύματα και τις προκλήσεις των καιρών, με έμφαση στις ερωτήσεις και όχι στις απαντήσεις. Να αντανακλά περισσότερο την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, παρά τη συσσώρευση γνώσεων, όπως το προσδιορίζει κι ο Κάλας. Να αναδεικνύει τις ατέλειές του παρά να εξαπατά με τη νάρκισση διανόησή του. Δίχως εμμονές σε δήθεν κοινές οπτικές η ξαναζεσταμένες νεωτερικές φόρμες, φιλολογικούς πλατειασμούς και γραμματολογοπληξία, αλλά με μια ζωντανή θέση που φιλοδοξεί να γίνεται εύληπτη από έναν μέσο αναγνώστη.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο «Mανδραγόρας» είναι ένα αριστερό λογοτεχνικό περιοδικό; Αν συμφωνείτε με το χαρακτηρισμό, τι σημαίνει για σας «αριστερό λογοτεχνικό περιοδικό»; Υπάρχει αριστερή τέχνη ή πρέπει να ορίσουμε διαφορετικά τη σχέση της αριστεράς με τη λογοτεχνία αλλά και την τέχνη εν γένει;
Ο Κουλουφάκος, από τους ανθρώπους που με επηρέασαν –με κατατρέχει θά ’λεγα το «σύνδρομο Κουλουφάκου κι ο τρόπος που το δημιούργημά του, η «Επιθεώρηση Τέχνης», κατάπιε το ατομικό του έργο–, έγραφε σ’ ένα ποίημά του: Άρχισα κιόλας να μην πολυανησυχώ/ που δεν είμαι πια σε θέση/ να κάνω μια επανάσταση κάθε βδομάδα Ξορκίζοντας την πικρή παραδοχή που δυστυχώς κοντοζυγώνει, κι έχοντας κατά νου την αυτονόητη επισήμανση Αναγνωστάκη «Δεν είναι εύκολη η έκδοση ενός περιοδικού (και ποτέ δεν ήταν) γι’ αυτό και πάντα έβγαιναν 2-3 τεύχη και στη συνέχεια έκλειναν», θεωρώ πως ένα λογοτεχνικό περιοδικό ή θά ’ναι νεανικό, επαναστατικό και ανατρεπτικό, ή άλλως, δε θά ’χει λόγο ύπαρξης. Όπως και η τέχνη άλλωστε που οφείλει να πυροδοτεί τη δυναμική –κατά Μπρετόν– εξέλιξη των πραγμάτων. Απλώς κατά καιρούς μπλέκουμε (ή μας μπλέκουν συνειδητά) το κοσμικό με το καλλιτεχνικό γεγονός. Και το μεν αδειανό «Μέσα» του Δ. Παπαϊωάννου υμνείται μέσα-έξω, ενώ τα 100χρονα του Ζήση Οικονόμου ξεχνιούνται.
Φοβάμαι πάντως ότι η εποχή των συλλογικών δράσεων: λογοτεχνικά κινήματα, η Ομάδα Τέχνης α, με τον Γιάννη Χαΐνη, ή τα 4 συν με τη Μαρία Κοκκίνου, κ.λπ., έχουν προ πολλού παραχωρήσει τη θέση τους στις ατομικές στρατηγικές (αυτο)προβολής. Εκτός αν θεωρηθούν ομάδα οι εκλεκτοί της αυλής τέως Λαμπράκη και νυν Ψυχάρη. Από την άλλη η κρίση των ιδεολογιών ήταν φυσικό να συμπαρασύρει και το χώρο του πολιτισμού. Και πάντως η αριστερά που άλλοτε δρούσε κατασταλτικά απέναντι στη λογοτεχνία, σήμερα απλώς την «ξεπετάει» ή τη διατηρεί στα έντυπά της στην ελάχιστη επιτρεπτή δοσολογία, ως άλλοθι. Κοινωνικά περιθωριοποιημένη και ψηφοθηρικά άσφαιρη, κι επομένως άχρηστη, η τέχνη. Και για να μη ξεχνιόμαστε με ψήφους της ενιαίας αριστεράς έγινε υπουργός πολιτισμού μέχρι κι ο Κούβελας.
Στον κόλαφο των ημερών μας θα αντέξουν τα λογοτεχνικά περιοδικά; Πώς διαχειρίζεστε στον Μανδραγόρα την κρίση;
Με νηστεία και προσευχή. Χάθηκε κι ο Ζαχόπουλος πού ’δινε τα εκατομμύρια. Και ολοένα το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού περιορίζεται σε σημείο που τα περιοδικά και τα βιβλία ουσιαστικά διαβάζονται μονάχα από τη συντεχνία. Που σε μεγάλο βαθμό περιμένει να της τα χαρίσεις! (Πριν χρόνια ο Γιάννης Μαραγκός, που ένα φεγγάρι προσπάθησε να βοηθήσει στην είσπραξη συνδρομών της Επιθεώρησης Τέχνης, μου έλεγε: «Ο ένας θεωρούσε τον εαυτό του συγγραφέα, άρα το δικαιούται, ο άλλος δεν είχε λεφτά, ο τρίτος ισχυριζόταν πως πρέπει να το παίρνει τιμής ένεκεν για τους αγώνες του, ο τρίτος για τους εξόριστους που έδωσε στο κόμμα… Τελικά κανένας δεν πλήρωνε!»). Πάντως κάθε χαρισμένο τεύχος οδηγεί μια ώρα αρχύτερα στο κλείσιμο ενός περιοδικού.
Ο «Μανδραγόρας» απ’ το ξεκίνημά του κυκλοφορεί δίχως καμιά κρατική, βουλευτική, υπουργική, κομματική χορηγία ή άλλη ενίσχυση. Ούτε καν διαφημίσεις, ούτε καν μειωμένο ταχυδρομικό τέλος –κι είναι πάνω από 1.000 ευρώ τα έξοδα αποστολής. Αρχικά τα ΕΛΤΑ μας είχαν κρίνει «μη περιοδικό»! Σήμερα η Γενική Γραμματεία Τύπου μας τιμωρεί λόγω τετραμηνίας στην έκδοση. Βλέπετε δεν έχει σημασία η ποιότητα των γραφομένων αλλά η αυστηρότητα στην ημερομηνία. Ασχολήθηκε ποτέ καμιά αριστερά με αυτόν τον τραγέλαφο; Αν σκεφτούμε μάλιστα πως διαχρονικά τα λογοτεχνικά έντυπα κατάφεραν να ζωογονήσουν την πολιτιστική προοπτική της χώρας; Τουλάχιστον όσο ο Πρετεντέρης...Και βέβαια υπάρχει και το λουκέτο. Άλλωστε κάθε έργο αρέσει στην εποχή του όχι μόνο για όσα πραγματώνει αλλά κυρίως για όσα ανεκπλήρωτα αφήνει.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Εποχή» ο ποιητής Γ. Πατίλης, εκδότης του Πλανόδιου, μιλούσε για την στροφή προς την ηλεκτρονική μορφή των λογοτεχνικών περιοδικών. Ποια είναι η θέση σας πάνω σ’ αυτό; Προσφέρει σε αναγνωσιμότητα το διαδίκτυο;
Οι μνήμες μου είναι γεμάτες από την οσμή του μελανιού, το κιτρίνισμα των φύλλων, τους ήχους της μηχανής, τα τσιγκογραφία της Αθηνάς, τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που μας παραπέμπουν στο ελληνικό σινεμά ή στον Αϊζενστάιν. Ένα διάστημα μάλιστα που τυπώναμε στην κ. Βάσω και στον Παναγιώτη Λαλιώτη –σύντροφοι στα Εξάρχεια από τα ηρωικά χρόνια του ΚΚΕ εσωτερικού –, βάζαμε στο μελάνι αιθέρια έλαια sandalwood για να μυρίζουν οι σελίδες του περιοδικού. Και μαζί ντουμάνιαζε το τυπογραφείο της Κολωνού 12…
Οι μνήμες μου είναι γεμάτες από την οσμή του μελανιού, το κιτρίνισμα των φύλλων, τους ήχους της μηχανής, τα τσιγκογραφία της Αθηνάς, τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που μας παραπέμπουν στο ελληνικό σινεμά ή στον Αϊζενστάιν. Ένα διάστημα μάλιστα που τυπώναμε στην κ. Βάσω και στον Παναγιώτη Λαλιώτη –σύντροφοι στα Εξάρχεια από τα ηρωικά χρόνια του ΚΚΕ εσωτερικού –, βάζαμε στο μελάνι αιθέρια έλαια sandalwood για να μυρίζουν οι σελίδες του περιοδικού. Και μαζί ντουμάνιαζε το τυπογραφείο της Κολωνού 12…
Ο «Μανδραγόρας» εκδίδει και μερικά βιβλία, στην πλειονότητά τους ποιητικά. Ποια είναι τα κριτήρια επιλογής σας; Πώς εντάσσεται ένα βιβλίο στις εκδόσεις του; Σας απασχολεί το περιεχόμενο, το ύφος, η μορφή, η λογοτεχνική σχολή;
Καταρχάς τα οικονομικά συμφέροντα στο χώρο του βιβλίου ήταν μέχρι χθες τόσο σημαντικά (και mutatis mutandis εξακολουθούν), ώστε να καθορίζουν μονοπωλιακά το λογοτεχνικό προϊόν. Τι μένει επομένως στη σύγχρονη ποίηση; Κι ας γράφεται τόσο καλή, όσο δεν διαβάζεται κι όσο δεν προβάλλεται –ούτε καν από εφημερίδες της αριστεράς. Απομένουν τα περιοδικά, ο «Μανδραγόρας», που παρά τη βεβαιότητα πως οι ποιητές του δεν θα γίνουν ποτέ best seller, ποτέ άλλωστε οι ποιητές δεν «έσπασαν» ταμεία, (δεν τους εμπόδισε βεβαίως να ανατρέψουν καθεστώτα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία), από το ξεκίνημά του προχώρησε με επιμονή στην έκδοση σειράς ποιητικών βιβλίων, που φτάνουν τα εκατόν σαράντα, με ένα εύρος στην έκφραση, τη μορφή, το περιεχόμενο, τη φόρμα.
Ένα μεγάλο πρόβλημα είναι η ελλιπής παιδεία στα σχολειά μας. Μιας και μιλάμε με ένα περιοδικό, ας βάλουμε κάποια ερωτήματα: πόσοι έλληνες μαθητές διαβάζουν λογοτεχνικά περιοδικά; Πού είναι οι σχολικές βιβλιοθήκες; Πόσες σχολικές βιβλιοθήκες διαθέτουν τεύχη λογοτεχνικών περιοδικών (λιγοστά αφιερώματα σε μεγάλους έλληνες συγγραφείς μόνο). Μπορεί να υπάρξει λοιπόν μια οργανωμένη παρέμβαση από χώρους τέχνης σαν το δικό σας για την ανάπτυξη της βιβλιοφιλίας;
Τα προβλήματα πολλά κι ο χώρος λιγοστός, ακόμα και να τα θίξουμε. Πάντως επί Γιωργάκη στο Παιδείας σ’ ένα βράδυ υπογράφηκαν δισ. για βιβλία σε μεγαλοεκδότες. Ευτυχώς οι ελάχιστες σχολικές βιβλιοθήκες κλείνουν και τα σχολικά cd του συζύγου Διαμαντοπούλου ελπίζουμε να καλύψουν τη ζήτηση, εν προκειμένω ο «Mανδραγόρας», εν μέσω μιας γενικευμένης αδιαφορίας και υποχώρησης να υπερασπιστεί την απελπιστική μοναχικότητά του, να διευρύνει τους ορίζοντες των αναφορών του και ν’ αντιστρέψει τη μαζική αδιαφορία μιας ολόκληρης κοινωνίας; Tι είναι αυτό που κινεί τα νήματα των δικών μας ετεροτήτων; Tην απάντηση δανειζόμαστε από ένα κείμενο του Xρήστου Hλιόπουλου: «H ουτοπία και το ασυνείδητο προσφέρουν απαντήσεις που η ζωή διαρκώς τις υπονομεύει».
Είναι πολύ ρομαντικό να πιστεύουμε πως η ποίηση σώζει;
Σε μια πρόσφατη εισήγησή μου για τον Μαγιακόφσκι προσπάθησα ν’ απαντήσω πως τους ποιητές τους σκοτώνει είτε η ποίηση, όπως για παράδειγμα τους Μαγιακόφσκι, Καρυωτάκη, είτε η μονομαχία όπως τους Πούσκιν και Λέρμοντοφ.
*από την εφημερίδα "Η εποχή"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου