http://el-greco-gr.blogspot.gr/
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Γ. Σεφέρης

Μετάφραση - Translate

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Εθνομάρτυρα Γρηγορίου Ε’ Πατριάρχη της οδύνης

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ

Του ΝΙΚΟΥ Ι. ΚΩΣΤΑΡΑ

Δεν πρέπει να ξεχνάμε τις ηρωικές μορφές που θυσιάστηκαν για να ζούμε εμείς ελεύθεροι. Ακόμη να μην απομυθοποιούμε τη δράση τους και ν' αμφισβητούμε την προσφορά τους.
Ο εθνάρχης των σκλαβωμένων Ελλήνων και μάρτυρας της ελευθερίας είναι μια πολύπλευρη προσωπικότητα με πολύμορφο έργο. Το όνομά του συνδέθηκε με τα πιο δραματικά γεγονότα του Γένους μας. Την προσφορά του στο Γένος και την εκκλησία ο εθνομάρτυρας Γρηγόριος Ε', Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, επισφράγισε με τη θυσία του. Για να τονίσει ο Σπ. Τρικούπης: "Η ανεξαρτησία δεν εγράφη πρώτον εν τω Σνντάγματι του 1843 αλλά το 1821... δια τον αίματος τον Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε'".
Στις 10 Απριλίου 1821, ανήμερα του Πάσχα. απαγχονίσθηκε από τους Τούρκους, κρεμάστηκε στη μεσαία από τις τρεις εξωτερικές θύρες του Πατριαρχείου, που από τότε παραμένει κλειστή. Ο Σουλτάνος δεν τον κρέμασε επειδή ήταν Πατριάρχης, αλλά επειδή ήταν ο πιο επικίνδυνος για την Πόλη εθνάρχης των Ραγιάδων, σαν υπεύθυνος "μιλέτμπασης". Αφού "έδρασε κρυφίως ως αρχηγός της επαναστάσεως" όπως αναγραφόταν στα "γιαφτά" του Σουλτάνου, καρφωμένο στο στήθος του. Μετά τριήμερο ξεκρεμάστηκε και σύρθηκε στο λιθόστρωτο από τον φανατισμένο όχλο για να ριχτεί στη θάλασσα του Κερατίου κόλπου. Το ιερό σκήνωμα του ανήλθε στην επιφάνεια και παρασύρθηκε από τα κύματα μέχρι του Γαλατά κατά του Καρά Κιόϊ. όπου λιμενιζόταν το κεφαλλονίτικο πλοίο του καπετάν Νικόλα Σκλάβου. Περισυνέλεξε το λείψανο του Πατριάρχη της Οδύνης και. έφτασε στην Οδησσό, λόγω κακοκαιρίας, στις 11 Μαΐου 1821. Η κηδεία ταυ έγινε στις 17 Ιουνίου με εξαιρετική λαμπρότητα ενώ τον επικήδειο εξεφώνησε "εις των μεγάλων δασκάλων του Γένους" ο ιεροκήρυκας Κωνσταντίνος Οικονόμου. Στις 19 Ιουνίου ετάφη στο ναό της Αγίας Τριάδας. Το θείο του λείψανο στοίχειωσε τα θεμέλια της ελευθερίας.
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε στη Δημητσάνα Αρκαδίας το 1745 από φτωχούς γονείς. Πατέρας του ο Ιωάννης Αγγελόπουλος και μητέρα του η Ασημίνα Παναγιωτοπούλου, το δε κατά κόσμον όνομά του ήταν Γεώργιος. Ασκήτευσε στη Μονή Στροφάδων στη Ζάκυνθο. Μαθήτευσε στην Εισαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Και το 1785 έγινε αρχιερέας στη Σμύρνη ακόμη και μητροπολίτης για να εκλεγεί το 1797 Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Τρεις φορές πατριάρχισε, την πρώτη {1707 - 1799), τη δεύτερη (1806-1808) και το 1819 καλείται εκ νέου στο θρόνο, που θα τον βάψει με το αίμα του.
Τόπος εξορίας του ήταν το Άγιο Όρος. η Μονή Ιβήρων, ενίοτε και η Μεγίστη Λαύρα, όπου έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αναμόρφωση της θρησκευτικής ζωής των μοναχών. Τον Αύγουστο του 1818 πήγε στο Άγιο Όρος ο φιλικός Εμμανουήλ Ξάνθος, όπου συνάντησε τον εξόριστο Πατριάρχη. Ο σεβάσμιος γέρων έδειξε ενδιαφέρον, "ηυχήθη εκ καρδίας και λέγων: ‘Εμένα έχετε που μ' έχετε’ και δεν θέλησε να ορκομωτήσει κατά την διδασκαλία όπως επιβεβαιώνει ο Ιωάν. Φιλήμων.
Ο Γρηγόριος ως άτομο και ως Έλληνας στήριζε και βοηθούσε την Επανάσταση αλλ’ ως Πατριάρχης νόμιζε ότι. συνέφερε να την αγνοεί. Μέλημα του ήταν η προστασία του Γένους. Γνώριζε το μυστικό του Αγώνος και την ύπαρξη της Φιλικής Εταιρείας με την οποία συνεργάστηκε, αν και δεν έγινε μέλος, για λόγους ευνόητους. Οι ίδιοι οι Φιλικοί τον θεωρούσαν φίλο τους και τον αποκαλούσαν συνθηματικά "Παλαιότερον".
Με τον εικονικό αφορισμό του ο Γρηγόριος επιχείρησε να προστατεύσει τον ελληνισμό της Πόλης, Ο αφορισμός εκδόθηκε κάτω από την απειλή των περιστάσεων και με την ελπίδα της αποτροπής γενικών σφαγών. Άλλωστε τον πραγματικά λόγο του αφορισμού τον αντιλήφθηκε και ο ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Δεν πίστευε ότι τα κείμενα αυτά εξέφραζαν τη βούληση του Πατριάρχη. Γι' αυτό έγραψε στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη: "Ο μεν Πατριάρχες βιαζόμενος παρά της Πόρτας σας αποστέλλει αφοριστικά και εξ αρχής παρακινώντας σας να ενωθείτε: με την Πόρτα. Εσείς όμως να θεωρείτε πάντα ως άκυρα καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ θελήσεως τον Πατριαρχείου". (Ι. Φιλήμονος: Δοκ. Ιστ. Ελλ. Επαν. Τ.Α.Σ. 320). Ο ίδιος ο Πατριάρχης με δάκρυα στα μάτια παρακαλεί το Ρήγα Παλαμήδη να μεταφέρει στην Πελοπόννησο τα παραινετικά έγγραφα και να τονίζει την εικονικότητα, του αφορισμού λέγοντας: "Εξεδώσαμεν αφορισμόν κατά του ενόπλου Γένους, φοβούμενοι τη σφαγήν του αόπλου Γένους. Πορεύεσθε προς την Πελοπόννησον και αναγγείλατε εις τον Η. Πατρών και τους άλλους ιεράρχες ότι η ευλογία εμού επί τα έργα των χειρών του ελληνικού λαού. Πολεμείστε τον Αγαρηνόν" (Αιών. Φ. 1260, 24/5/1853).
"Επικρίθηκε ο Πατριάρχης επειδή έστερξε στον αφορισμό και έστειλε νουθετικές εγκυκλίους. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τι θα πάθαινε το Έθνος, αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις αξιώσεις του Σουλτάνου"', γράφει ο ιστορικός Αλ. Λεσποτόπουλος (Ιστ. Ελλ. Έθνους. ΙΒ' σ. 36). Και δεν άργησε η ημέρα που αποδείχτηκε ότι ο Πατριάρχης διακατεχόταν από τον Εθνικό παλμό. Ο τραγικός θάνατος του Γρηγορίου συνέβαλε αποφασιστικά στην Εθνεγερσία. Η ανάμνηση του Πατριάρχη ενίσχυσε τη μαχητικότητα και τον ηρωισμό των πολεμιστών. Ο μαρτυρικός θάνατος του Γρηγορίου Ε’ δεν συγκίνησε μόνο τους Έλληνες, είχε αντίκτυπο και στους χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης. «Τα παρακάτω είναι μερικές λεπτομέρειες από τη βάρβαρη εκτέλεση του Πατριάρχη: Εγκλήματα της αποτρόπαιης περιγραφής, που κάνουν την ανθρωπότητα να ανατριχιάσει, διαπράχθηκαν πάνω στο σώμα αυτού του σεβάσμιου Γέροντα που ήταν ακριβώς 80 χρονών. Μετά τον απαγχονισμό, μια ομάδα από αξιοθρήνητους κουρελήδες διατάχθηκε να κόψει το σκοινί και να τον σύρει δεμένο από τα πόδια στο Ναύσταθμο, από όπου ο εκτελεστής τον πέταξε στο Βόσπορο…» (The Times Λονδίνου, φυλ. 11269, 1η Ιουνίου 1821).
Η αναγνώριση του έργου και της θυσίας του εθνομάρτυρα Γρηγορίου Ε’, η κατάταξή του στο χορό των αγίων από τη συνείδηση της εκκλησίας και τη μαρτυρία του λαού επιβεβαιώνουν ότι ο Πατριάρχης του αφορισμού υπήρξε πατέρας του λαού, εθνάρχης, μάρτυρας του έθνους και άγιος της εκκλησίας. Η αγιοποίηση του Γρηγορίου Ε’ υπήρξε εκπλήρωση υψίστου χρέους. Αναγνωρίστηκε τυπικά με πράξη της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την 8η Απριλίου 1921. Στη γενέτειρά του Δημητσάνα ανοικοδομήθηκε ναός που φέρει το όνομα του (1924) ενώ στήθηκε ο ανδριάντας. Το ιερό σκήνωμα εναποτέθηκε στο Μητροπολιτικό ναό των Αθηνών ενώ ο ανδριάντας του στάθηκε μπροστά στο Εθνικό Πανεπιστήμιο το 1872. Έτσι, την 25η Μαρτίου 1872 ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. απάγγειλε το γνωστότατο ποίημα του: «Πώς μας θωρείς ακίνητος... Που τρέχει ο λογισμός σου» ενώ ως κοινή ιαχή πλανάται η επωδός: «Χτυπάτε πολέμαρχοι: Μη λησμονείτε το σχοινί παιδιά του Πατριάρχη!»

Νίκος Ι. Κωστάρας

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΣΤΗ ΤΣΑΚΩΝΙΑ

 Ιστορικά...... 


Η πρώτη πηγή στην οποία μνημονεύεται ότι η κήρυξη της Επανάστασης στο Λεωνίδιο έγινε στις 16/3/1821 είναι το ηρωικό έπος «Η Λάκαινα» του πρωτοπρεσβύτερου και δάσκαλου Θεόδωρου Οικονόμου που εκδόθηκε το 1859. Ο Οικονόμου ήταν τριτότοκος γιος του Μιχάλη Οικονόμου, πολεμιστή του 1821 που σκοτώθηκε το 1822 στην Αγία Μαρίνα Λαμίας. Από τα εφτά του παιδιά, δύο αγόρια πέθαναν σε ηλικία 26 ετών ( το ένα στο στρατό) και μία κόρη σε ηλικία 24 ετών, δύο χρόνια μετά το γάμο της.
Το 1995 ο Κωνσταντίνος Πενταφρόνιμος, οικονομολόγος, υπάλληλος στη Δ.Ο.Υ. Σκάλας δημοσίευσε στον Κ. Α΄ τόμο των «Πελοποννησιακών», σειρά που εκδίδει η Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, ημίγνωστη μελέτη του Μιχ. Δέφνερ.
Το χειρόγραφο, αποτελούμενο από 14 σελίδες κόλλας αναφοράς με εξώφυλλο, προέρχεται από δημοπρασία του οίκου Σπανού, έχει τον τίτλο «Η δράσις των Τσακώνων κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν» και θεωρεί ως χρόνο έναρξης της επανάστασης στο Λενίδι τα μέσα περίπου Μαρτίου. Στο κείμενο προτάσσεται πρόλογος τεσσάρων σελίδων με πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Ο Δέφνερ κατά τις επισκέψεις του στο Λεωνίδιο το 1874 και 1875 είχε αναπτύξει φιλία με το Νικόλαο Αναγνώστη Ζωγράφο, ο οποίος γεννημένος το 1811 μπορούσε να ήταν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας στα συμβάντα της Ελληνικής Επανάστασης.
Ο Νικόλαος Ζωγράφος μνημονεύεται ως ζωγράφος και ιχνογράφος στο επάγγελμα και διετέλεσε συμβολαιογράφος 1845-1847, 1862-1869, 1871-1882, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Πέθανε στις 29/6/1895 χωρίς απογόνους. Αυτοπαρουσιαζόμενος ο Δέφνερ μας μεταφέρει στις συζητήσεις που είχε με το Ζωγράφο και τους άλλους γέροντες του Λεωνιδίου κάτω από τις λεύκες του Δαφνώνα· ο φίλος της Τσακωνιάς άκουγε τις διηγήσεις των γερόντων για τα επεισόδια της επανάστασης του 21, στα οποία είχαν λάβει μέρος, και κρατούσε σημειώσεις· συχνά διασταύρωνε τις πληροφορίες από τρεις ή τέσσερις γέροντες. Επιστρέφοντας στην Αθήνα ασχολήθηκε τέλη 1875 και αρχές 1876 με την ταξινόμηση κατά χρονολογική σειρά των πληροφοριών που είχε καταγράψει.
Κατά την τρίτη επίσκεψή του στην Τσακωνιά το 1880 επαλήθευσε πάλι μερικές από τις καταγραφείσες πληροφορίες με σκοπό να τις δημοσιεύσει στο 2ο τόμο εκδιδόμενου από τον ίδιο γερμανικού περιοδικού Archiv für Mittelund neugriechische Philologie πράγμα που δεν υλοποιήθηκε τότε λόγω οικονομικής αδυναμίας. Το υλικό αυτό δημοσιεύτηκε το 1926, όπως τονίζει ο Δέφνερ. Στην προετοιμασία των Τσακώνων για την τελευταία και νικηφόρα επαναστατική ενέργεια συνετέλεσαν, εκτός από τα κατάλοιπα της παλιάς κλεφτουριάς του Πάρνωνα και οι ψυχωμένοι Τσάκωνες δάσκαλοι του Γένους Εμ. Τροχάνης, Παν. Μίχας και άλλοι καθώς και οι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία φιλελεύθεροι Τσάκωνες.
Ο τότε επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος Παρδαλός και αρκετοί από τους προύχοντες και λοιπούς συμπολίτες του Πραστού Θεόδωρος Γούλελος, Κωνσταντίνος Χατζηπαναγιώτης, Γιαννούλης και Δημήτρης Καραμάνος, Εμμ. Χατζηγεωργίου, Αναγνώστης Τροχάνης, Γεώργιος Μανολάκης ή Μιχαλάκης, Παπακυριακός, συνολικά 14 εξέχοντες, αλλά και άλλοι είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία από τους αποσταλμένους που έρχονταν διαδοχικά από το 1818 στην περιοχή. Το όνομα του αποσταλμένου της Εταιρείας αρχιμανδρίτη Διονυσίου Πύρρου του Θεσσαλού που αναφέρει η Λάκαινα δε μνημονεύεται από άλλες πηγές. Ο Σπετσιώτης καραβοκύρης Γεώργιος Πάνου, κουμπάρος του Κώστα Χατζηπαναγιώτη, καθώς είχε συνεταιρικά καράβια με τους Τσάκωνες μεγαλοκεφαλαιούχους κι ερχόταν συχνά στην Τσακωνιά, μύησε το δάσκαλο Παν. Μίχα και το γιατρό Γιωργάκη Παπαδόπουλο, απόφοιτο του Πανεπιστημίου του Χαρκόβου της Ουκρανίας, γαμπρό από κόρη του Κώστα Χατζηπαναγιώτη. Ο Παπαδόπουλος μύησε άλλους Τσάκωνες καθώς και τον Αγιοπετρίτη Αναγνώστη Κοντάκη και φαίνεται πως έβαλε τον Κοντάκη να πρωτομιλήσει για συνωμοτική δράση στον προεστό Γιαννούλη Καραμάνο που αρχικά είχε αντιρρήσεις, επειδή έβρισκε μπερμπάτικα και μασοναρίες τα λόγια του Κοντάκη. Δεν είναι παράδοξο αυτό, αφού και ο Νικ. Σπηλιάδης, απομνημονευματογράφος του Αγώνα και επί Καποδίστρια Γραμματέας της Επικρατείας ήταν αντίθετος προς τη Φιλική Εταιρεία. Τελικά ο Καραμάνος μυήθηκε στην Εταιρεία. Οι Τσάκωνες Φιλικοί μεταλαμπάδευσαν την επαναστατική φλόγα και σε άλλους συγγενείς και φίλους, ώστε να περιμένουν όλοι με ανυπομονησία τη μεγάλη ώρα του ξεσηκωμού. Κατά τη Λάκαινα ο μισός πληθυσμός του Λεωνιδίου είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Η άφιξη του Σωτήρη Χαραλάμπη στο Άστρος το Δεκέμβρη του 1820 έδωσε αφορμή στον τελικό διακανονισμό των Φιλικών στην Κυνουρία. Έπειτα από την άφιξη του Παπαφλέσσα στην Πελοπόννησο και τη μυστική συνέλευση των Φιλικών το Γενάρη του 1821 στη Βοστίτσα (Αίγιο), στην οποία δεν είχε πάει για άγνωστους λόγους ο Κοντάκης, έστειλαν οι συγκεντρωθέντες τον Ιερόθεο το Μεγασπηλιώτη σ’ όλη την Πελοπόννησο να γνωστοποιήσει τις μυστικές αποφάσεις. Στο Άστρος βρήκε τον Κοντάκη και, αφού τον ενημέρωσε, ήρθε στο Λενίδι, για να ανταμώσει το Γιαννούλη Καραμάνο, στις 13/2/1821. Στις 22/2/1821 ο Αλέξαντρος Υψηλάντης κήρυξε την έναρξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία. Στα τέλη Φλεβάρη 1821 έφθασαν δύο ειδήσεις που επιτάχυναν τις εξελίξεις: α) ο απόστολος της Φιλικής Εταιρείας Αριστείδης Παπάς, δάσκαλος, πιάστηκε στη Σερβία έχοντας πάνω του έγγραφα της Εταιρείας (αυτοκτόνησε, αφού πέταξε τα έγγραφα στο Δούναβη). β) Ο Ασημάκης Θεοδώρου από τη Ζάτουνα , γραμματικός του Πασόμπεη πρόδωσε το μυστικό στο Σουλτάνο (ύστερα τον Ασημάκη τον σκότωσαν οι Τούρκοι στις φυλακές της Πόλης). Επαληθεύτηκε το λεγόμενο ότι είναι χρήσιμη η προδοσία, αλλά όχι και ο προδότης. Έπειτα από τα δύο αυτά γεγονότα ο τοποτηρητής του Χουρσήτ πασά κατά συμβουλή των ντόπιων αγάδων, για να εξασφαλιστεί, έχοντας στα χέρια του εξέχοντες Μοραΐτες, κάλεσε στην Τρίπολη μετά τις Απόκριες* τους μεγάλους κληρικούς και προεστούς με την πρόφαση κάποιας σύσκεψης’ στάλθηκαν δύο διαταγές αλληλοδιαδόχως στον Καραμάνο. Αν και του σύστησαν να προσποιηθεί τον άρρωστο, αυτός προτίμησε να πάει εκεί, για να διασκεδάσει τις υποψίες των τουρκικών αρχών και να προλάβει ενδεχόμενες συμφορές για την επαρχία του. Από τον καζά (επαρχία) Αγίου Πέτρου και Πραστού ίσως είχαν προσκληθεί μόνο ο Αναγνώστης Κοντάκης και ο Γιαννούλης Καραμάνος, ως εκπρόσωποι του Αγίου Πέτρου και της Τσακωνιάς αντίστοιχα. Στις 02/3/21 ο Καραμάνος ήρθε με τον ταμία του στα Αγιαννίτικα Καλύβια (Μεσόγειο Άστρος) και, αν και μπορούσε να διαφύγει στις Σπέτσες, συνέχισε προς Τρίπολη, παρά τις επίμονες προσπάθειες των άλλων να τον μεταπείσουν. Εδώ επαληθεύεται το λεχθέν: «Στους ανθρώπους έρχεται η ανάγκη να πουν το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι΄ αποφασίζοντας ανάλογα τραβούν προς την τιμή.» Ο Καραμάνος ζήτησε και από τον Κοντάκη να πάει, αλλά αυτός προτίμησε να μην τον ακολουθήσει, με το επιχείρημα ότι ήθελε να μαζέψει χρήματα από την επαρχία, για να τα στείλει στους Τούρκους. Μαζί με τον πρόκριτο της Θυρέας Πάνο Σαρηγιάννη μάζευαν χρήματα με τα οποία «εμπούκωναν», όπως λέει, τους Τούρκους, για να τους καθησυχάσουν, ενώ παράλληλα ετοίμαζαν όπλα και τροφές που αγόρασαν από τις Σπέτσες στέλνοντας εκεί τον Αντώνη Τερζάκη, κουνιάδο του Κοντάκη. Τα πολεμοφόδια αυτά τα μεταφέρανε νύχτα σε σπηλιά, 2½ ώρες μακριά από τον Πραστό, κατά το μοναστήρι της Έλωνας· μόνο το καλαμπόκι μεταφέρανε στον Άγιο Πέτρο, για να μη φαίνονται και να δικαιολογούνται οι διάφορες αυτές κινήσεις.
*Λέει ότι άφησε τους ραγιάδες να φάνε πρώτα τα χοιρινά τους. Οι περισσότεροι από τους προσκληθέντες πήγαν στην Τρίπολη κι εκεί οι Τούρκοι τους κράτησαν ομήρους και ύστερα τους φυλάκισαν. Η ομηρία των παραπάνω επιτάχυνε την έναρξη του Αγώνα, αν και οι φυλακισμένοι αναγκάστηκαν να στείλουν επιστολές στις πατρίδες τους και νουθεσίες στους άλλους προκρίτους, για να μη διασαλευτεί η τάξη. Από τους 40-50 περίπου ομήρους διασώθηκαν πιθανότατα μόνο 05· στον Καραμάνο επετράπη και βγήκε, ημίθνητος, όπως γράφεται, λίγες μέρες πριν από την άλωσή της, κατά το Γιαννάκη Σαραντάρη στις 10/9/21. Πέθανε σε βαθιά γεράματα το 1850 στην Αθήνα. Τρεις μήνες πριν ηχήσει η σάλπιγγα της Λευτεριάς οι Τσάκωνες ήταν έτοιμοι για το Μεγάλο Αγώνα. Ο Γεώργιος Μανολάκης με το γαμπρό του Θεόδωρο Βαρβέρη και άλλους οικείους του ετοίμαζαν κρυφά όπλα και πολεμοφόδια στο σπίτι του· παρόμοια προετοιμασία γινόταν παράλληλα και από άλλους συμπολίτες από τους μυημένους στη Φιλική Εταιρεία. Αρχές Μάρτη του 21, μετά από σύσκεψη παραγόντων της Τσακωνιάς στο Λενίδι, όπου παραχείμαζαν οι περισσότεροι Πραστιώτες ( ανέβαιναν στον Πραστό μετά το Πάσχα), στάλθηκε ο Νικόλαος Τριαντίνος, ένθερμος υποστηρικτής της επανάστασης στη Μάνη, στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, για να πάρει οδηγίες και να φέρει υπεύθυνες πληροφορίες. Επιστρέφοντας από τη Μάνη ο Τριαντίνος συναντήθηκε στο Γύθειο με τον αποσταλμένο της Φιλικής Εταιρείας Κωνσταντίνο Ράμφο που είχε μαζί του σημαίες και έφερνε οδηγίες και, αφού ενημερώθηκε διεξοδικά, μετά από επίπονη πεζοπορία έφτασαν μαζί στο Λενίδι κατά τις 16/3. Παραθέτω εδώ πληροφορία του Φωτάκου: «Κατά τα μέσα Μαρτίου το πράγμα επροχώρησεν πολύ, όλοι οι Πελοποννήσιοι το εγνώριζαν, άφησαν όλες τις δουλειές τους και εις τα πράγματα του πολέμου μόνον ενασχολούντο.»Καθώς οι Τριαντίνος και Ράμφος συνοδευόμενοι με φρουρούς κατηφόριζαν από το δρόμο των Τσιταλίων, ένας συνοδός τους πυροβόλησε στον αέρα υψώνοντας τη σημαία σ’ ένα μακρύ κοντάρι· έτσι δηλωνόταν η κήρυξη της Επανάστασης. Ανεμίζοντας τη σημαία απαγγέλλοντας επαναστατικά εμβατήρια προκάλεσαν ρίγη συγκίνησης αλλά και ανείπωτου ενθουσιασμού στους τσάκωνες.. Ζητωκραυγάζοντας έσπευσαν στη θέση Μαραθιά να τους προϋπαντήσουν, να τους εναγκαλιστούν και να καμαρώσουν την πρώτη ελληνική σημαία. Η σημαία είχε σύμβολα σταυρό στη μέση, ένα φίδι και πάνω μία κουκουβάγια να τρυπάει το κεφάλι του. Η φοβέρα που τα ‘σκιαζε όλα επί τόσα χρόνια αποτινάχτηκε. Ομοθυμαδόν και με οδηγό τη σημαία συνέρρευσαν ενθουσιασμένοι στην ευρυχωρότερη εκκλησία του Λεωνιδίου, την Ευαγγελίστρια, όπου οι ιερείς, αφού έστησαν τη σημαία στο τέμπλο του ναού, ανέπεμψαν συγκινητική δέηση, για την ευόδωση του ιερού αγώνα και την ελευθερία της πατρίδας.
Τσαγκούρης Παναγιώτης 

(Η πρώτη σημαία – λάβαρο που σήκωσαν οι Τσάκωνες στις16/3/1821)Όμως ανέκυψε πρόβλημα με την αρχηγία· δε συμφωνούσαν ποιος θα κρατούσε τη σημαία που την θεωρούσαν θεόσταλτη. Από το πλήθος άλλοι ήθελαν ως αρχηγό το Γούλελο, άλλοι τον Καραμάνο, άλλοι τον Κώστα Χατζηπαναγιώτη, άλλοι το κοινό των Τσακώνων κι άλλοι τον καπετάν Γιωργάκη Μανολάκη, τον οποίο ο ποιητής της Λάκαινας, επηρεασμένος από τον Όμηρο, παρομοιάζει με τον προδωδεκαθεϊκό γίγαντα, Βριάρεω· φαίνεται ότι ο Καπετάν Γιωργάκης ήταν σωματώδης. Αποτέλεσμα της φιλονικίας ήταν να σχίσουν τη σημαία σε 12 κομμάτια και να πάρει από ένα κάθε καπετάνιος, για να το φυλάξει ως κειμήλιο. Την πληροφορία αυτή δίνει η Λάκαινα , αλλά και ο Δέφνερ. Η φιλοδοξία του καπετάν Γιωργάκη φαίνεται και σε έγγραφο του 1821· μνημονεύεται σ’ αυτό ότι προσεκόμισε στη δημογεροντία έγγραφο με μερικές υπογραφές ζητώντας να του επικυρώσουν, με το οποίο έγγραφο οριζόταν πληρεξούσιος σε εθνοσυνέλευση αυτός κι ο Ιωάννης Γούλελος. Η δημογεροντία το επικύρωσε μόνο ως προς δύο υπογραφές που αναγνώρισε. Η φλόγα της επανάστασης είχε λαμπαδιάσει και τίποτα δεν ήταν δυνατό να τη σταματήσει. Στις 17/3 ο Γεώργιος Γούλελος με το Σαράντη συνέλαβαν τον Τούρκο τελώνη της Πλάκας μαζί με τη φρουρά. Συμβούλιο τοπικών παραγόντων επέλεξε τον Εμ. Κριμήτσο, άντρα τολμηρό, ειδήμονα και με πειθώ να ενημερώσει τους Σπετσιώτες για τα εδώ συμβάντα, να φέρει πολεμοφόδια και να τους παρακινήσει να εξεγερθούν ετοιμάζοντας τα πλοία τους. Τις μέρες εκείνες ήρθε αποσταλμένος από τα Λαγκάδια ο γιος του προεστού Γιάννη Δεληγιάννη, Νικόλαος που συγκρότησε συμβούλιο στο σπίτι του Θόδωρου Γούλελου, στο οποίο παραβρέθηκαν οι επισημότεροι της πόλης και ρυθμίστηκαν τα αφορούντα την επανάσταση και τις εκστρατείες. Ως απεσταλμένοι ήρθαν επίσης οι φιλικοί Αναγνώστης Παπαγεωργίου (Αναγνωσταράς), Ηλίας Χρυσοσπάθης και Χαράλαμπος Μάλης που κι αυτοί είχαν επαφές με τους τοπικούς ιθύνοντες. Μετά την αναχώρησή τους έγινε γενική συνέλευση, στην οποία πήραν μέρος όλοι οι ιερείς, αλλά και οι Γουλελαίοι, Χατζηπαναγιωταίοι, Καραμαναίοι και άλλοι. Σ’ αυτήν, αφού έγινε διεξοδική ανταλλαγή απόψεων, αποφασίστηκε να πάρουν οι μάχιμοι τα όπλα και να συνεισφέρουν ο καθένας υλικά κατά τις δυνάμεις του. Εξέλεξαν και πενταμελή δημογεροντία από τους Γούλελο, Μερίκα, Τσικαλιώτη, Μίχα και Αρκουδάρη. Αυτή θα αποφάσιζε για εκστρατείες, στρατολογία, εράνους, διαχείριση χρημάτων και για την τάξη γενικά.
Την οπλαρχηγία ανέλαβαν ο Γεωργάκης Μανολάκης που ανήκε στην παράταξη του Γούλελου και ο ιατροχειρουργός Κώστας Χατζηπαναγιώτης που ανήκε στη μερίδα του προεστού Γιαννούλη Καραμάνου· σύντομα όμως ο Χατζηπαναγιώτης παραιτήθηκε εκουσίως από την οπλαρχηγία υπέρ του συγγενούς του Παναγιώτη Σαράντη. Οι δύο οπλαρχηγοί ετοίμασαν τις σημαίες τους που έφεραν πάνω το σταυρό και κάτω την επιγραφή Ελευθερία ή Θάνατος, συνέλεξαν ανά 250-300 στρατιώτες ο καθένας και, προμηθεύτηκαν τροφές και πολεμοφόδια από δικά τους και από συνεισφορές. Ο καπετάν Γιωργάκης Μανολάκης με υπαρχηγό τον ανιψιό του Γεώργιο Γούλελο κατά το Δέφνερ εξεστράτευσε για τη Μονεμβασιά στις 18/3, κατ’ άλλους στις 20/3, αφού είχε επιστρέψει από τις Σπέτσες ο Εμ. Κριμήτσος. Στις 20/3 επέστρεψε ο Κριμήτσος με όπλα, φάρμακα και τη χαρμόσυνη είδηση ότι έπεισε τους Σπετσιώτες να επαναστατήσουν. Κατά τη Λάκαινα το πλοίο από τις Σπέτσες έφερε όπλα μπαρούτη και 10.000 οκάδες αλεύρι. Έπειτα οι Τσάκωνες έφτιαξαν φυσέκια και κιβώτια για την αποθήκευσή τους, καθώς και παξιμάδια από τα αλεύρια μ’ ένα σκοπό και μια καρδιά: για τον αγώνα της λευτεριάς. Ενώ ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τον ξεσηκωμό ήρθε επιστολή από τον έγκλειστο στην Τρίπολη Γιαννούλη Καραμάνο που τους συμβούλεψε να μην επαναστατήσουν. Όμως δεν άλλαξαν γνώμη· αντίθετα πίστεψαν πως το γράμμα γράφτηκε κάτω από την πίεση των Τούρκων πασάδων. Ο καπετάν Γεωργάκης, αποκαλούμενος Κολοκοτρώνης της Τσακωνιάς είναι η σπουδαιότερη αγωνιστική τσακώνικη μορφή και αναγνωρίστηκε αργότερα αξιωματικός Ε΄ τάξης, δηλαδή ταγματάρχης. Στο τάγμα του είχε αξιωματικούς, εκτός από τον υπαρχηγό Γεώργιο Γούλελο, το Νικόλαο Γκιόρα από την Καστάνιτσα, τους Πραστιωτολενιδιώτες Γιαννάκη Σαραντάρη, Παναγιώτη Ρέπα (ανδραγάθησε), Νικόλαο Χουλιαρά, Εμ. Γ. Μπουγά, Νικόλαο Παναγιώτου, Γεώργιο Ανδρέου, Μιχαήλ Αρκουδάρη και μερικούς άλλους. Σημαιοφόρους, δηλαδή υπαξιωματικούς είχε το Νικόλαο Ρέπα και αργότερα το Δήμο Σμύρο και τον Ιωάννη Γεωργίτση ή Μπαριακτάρη. Στην πολιορκία της Μονεμβασιάς έλαβαν επίσης μέρος οι παρακάτω κάποιοι από τους οποίους αναγνωρίστηκαν αργότερα από την Επιτροπή Εκδουλεύσεων αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί: Παναγιώτης Ιω. Πολίτης, Νικόλαος Λ. Καρακλής, Κωνσταντίνος Πέτρου (αξιωματικοί Ζ΄ τάξεως)· Εμ, Δ. Καραμάνος (υπαξιωματικός Α΄ τάξεως)· Θεόδωρος Γ. Καλλιγάς (υπαξιωματικός Β΄ τάξεως). Έλαβαν επίσης μέρος οι Πέτρος Θερμογιάννης, Μ. Μπουτσελάς(ανδραγάθησε), Γεώργιος Τσουκάτος, Κωνσταντίνος Μάνος ή Ρέμπελος, Κανάκης, Μαλέας, Μαλάτος ο μικρός, Θεόδωρος Γούλελος, Νικόλαος Γεωργίου Σαραντάρης:το πιστοποιητικό του το υπογράφει ο καπετάν Γιωργάκης, το έχει ο αρχιτέκτονας Παν. Σαραντάρης και ίσως είναι αδημοσίευτο. Νικόλαος Σταματόπουλος:διηγήθηκε το 1874 στον Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλο πολλά επεισόδια της πολιορκίας και της άλωσης της Μονεμβασιάς. Μανόλης Τσούχλος:αργότερα διετέλεσε διευθυντής της Αστυνομίας Αθήνας και βουλευτής Κυνουρίας. Επίσης πήραν μέρος Πάνος Δρεπανιάς από τον Κοσμά και Γιαννάκης Κόλλιας από την Κουνουπιά. Ο επικεφαλής του άλλου τάγματος Παναγιώτης Σαράντης εθεωρείτο ένας από τους γενναιότερους αξιωματικούς του αγώνα και αναγνωρίστηκε αξιωματικός Ε΄ τάξεως. Αξιωματικούς είχε το Θεόδωρο Πολίτη (Ζ΄ τάξεως), το Δημήτριο Κουκούλη, τον αδελφό του Νικόλαο Σαράντη. Σημαιοφόρους είχε τον Εμ. Γ. Δούνια και τον Εμ. Καλλιγά (Λενιδιώτες)· επίσης το Διάκονο του Σαχάνη και Ιωάννη Προβατάρη (Πραστιώτες) που παραχείμαζαν το χειμώνα στον Άγιο Ανδρέα. Στις 25/3 κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση, έγινε πάλι δοξολογία, κοινώνησαν οι στρατιώτες και μίλησε ένας ιερέας με πάθος για το μελλοντικό Αγώνα. Οι στρατιώτες αφού εξοπλίστηκαν, συγκεντρώθηκαν στη θέση Πύργος· η θέση αυτή είναι η περιοχή γύρω από την πλατεία της 25ης Μαρτίου, όπως έχω παρατηρήσει στα παλιά συμβόλαια. Ο Νίκ. Τριαντίνος είναι πιθανότατα ο επονομαζόμενος Πολύτιμος και φαίνεται είναι το ίδιο πρόσωπο με τον αναφερόμενο σε επιστολή του 1839 (την έχει ο Παν. Σαραντάρης), στην οποία μνημονεύεται ότι είχε ζήσει στη Ρωσία. Τα δύο τμήματα με επικεφαλής τον καπετάν Γιωργάκη και τον Κώστα Χατζηπαναγιώτη ασπάσθηκαν το Ευαγγέλιο, ενώ οι ιερείς ευλόγησαν τις σημαίες. Οι άμαχοι έκλαιγαν και αγωνιούσαν για τους δικούς τους που ήταν ασυνήθιστοι στις εκστρατείες. Ο γραμματέας Μενέλαος, λογάς και τολμητίας Κανικλείδης που μίλησε μετά, για να δώσει θάρρος στους στρατιώτες θα είναι ένα από τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του παπα-Θόδωρου Οικονόμου· ο μεγαλύτερος, ο Νικόλαος είχε γεννηθεί το 1791 και ήταν συμβολαιογράφος· ο 2ος λεγόταν Παναγιώτης και τον βρίσκουμε παρακάτω στη Λάκαινα. Στη συνέχεια το τάγμα του καπετάν Γιωργάκη ξεκίνησε προς τη Μονεμβασιά, ενώ το τάγμα του Παναγιώτη Σαράντη προς Τρίπολη μέσω Σώπορου. Προανέφερα ότι κατά το Δέφνερ ο καπετάν Γιωργάκης ξεκίνησε για τη Μονεμβασιά στις 18/3· κατ’ αυτόν η πολιορκία της πόλης άρχισε πιεστικά από τις 25/3. κατά το Φωτάκο η πόλη πολιορκήθηκε μετά τις 25/3, αφού ο μητροπολίτης Έλους Άνθιμος ευλόγησε τις σημαίες των πολιορκητών και αφού ο καπετάν Γιωργάκης είχε φτάσει εκεί με 250 Τσάκωνες. Κατά τη Λάκαινα στις 27/3 οι Τσάκωνες του καπετάν Γιωργάκη έφτασαν στο χωριό Άγιος Νικόλαος Μονεμβασιάς, όπου με πρωτοβουλία του οπλαρχηγού Κρανίδη πήραν τα πρώτα τουρκικά λάφυρα· αυτά ήταν κοπάδια αιγοπροβάτων και βοδιών για τον επισιτισμό του στρατού. Την άλλη μέρα 28/3 έφθασαν στην τοποθεσία Χρανάπα, απέναντι από τη Μονεμβασιά, όπου και περίμεναν τέσσερις μέρες, για να ενημερωθούν για την κατάσταση και για διαθέσεις των Τούρκων. Ο καπετάν Γιωργάκης έστειλε τον πεθερό του Αναγνώστη Τροχάνη στις Σπέτσες να ζητήσει βοήθεια με πλοία, την οποία και έλαβε αργότερα χάρη στην συμβολή του Χατζηπαναγιώτη, του Χατζηγεωργίου ή Κριμήτσου και του Κωνσταντίνου Τσικαλιώτη που είχαν επιρροή στους Σπετσιώτες λόγω των εμπορικών μεταξύ τους σχέσεων. Στο μεταξύ έφτασαν και άλλα στρατιωτικά τμήματα στη Μονεμβασιά:οι οπλαρχηγοί Γ. Δρίβας από Κρεμαστή, Γιαννάκης Κόλλιας από Κουνουπιά, Πάνος Δρεπανιάς από Κοσμά, Δ. Γορανίτης από Λεβέτσοβα, οι Μανιάτες Δ. Τσιγγουράκος, Τζανετάκος, Π. Κοσονάκος, Μαντζώρος, Γιαννακούρης, οπότε οι πολιορκητές αναθάρρησαν κι έκαναν αιφνιδιαστική επίθεση με εντολή, όπως φαίνεται, του καπετάν Γιωργάκη που αναχαιτίστηκε από τα πυρά των Τούρκων. Ο οπλαρχηγός Γερακάρης κατά τη Λάκαινα είπε ότι οι εχθροί ήταν άτρωτοι και ότι οι Έλληνες, αν δεν έφτιαχναν οχυρώματα, θα ήταν αδύνατο να λυγίσουν τους Τούρκους· κουβαλώντας πέτρες όλη νύχτα έφτιαξαν ταμπούρια, πίσω από τα οποία κρύβονταν οι στρατιώτες που πολεμούσαν εναλλάξ. Έτσι άρχισε τακτική η πολιορκία του σπουδαίου κάστρου που διήρκεσε μήνες. Στο διάστημα αυτό ήρθαν έξι πλοία (μπρίκια) από Σπέτσες και Ύδρα με τους Γεώργιο Πάνου, Ηλία Μπρέσκα και Πανταλέοντα Μπούμπουλη που έφεραν ενισχύσεις στους πολιορκητές. Μόλις πλησίασε το Πάσχα 10/4/21, οι στρατιώτες, προπαντός οι Μανιάτες ήθελαν να φύγουν και δημιουργήθηκε πρόβλημα για τη συνέχιση της πολιορκίας. Ο καπετάν Γιωργάκης και ο Γεώργιος Γούλελος προσπάθησαν επιχειρηματολογώντας να τους μεταπείσουν, αλλά μάταια. Μόνο ο Γερακάρης και ο Κρανίδης έμειναν με τους Τσάκωνες, για να συνεχίσουν την πολιορκία. Ενώ η πολιορκία συνεχιζόταν, ήρθαν πληροφορίες μέσω γέροντα πεζού Λενιδιώτη για τη δράση του άλλου τμήματος των Τσακώνων που είχε πάει να κυκλώσει την καστρογυρισμένη Τριπολιτσά και βρισκόταν στο στρατόπεδο των Βερβένων. Εκεί 1.000 περίπου Τσάκωνες και Κυνουριείς φρουρούσαν άγρυπνα τη δίοδο προς την Κυνουρία, για να αναχαιτίσουν ενδεχόμενη εκστρατεία των Τούρκων προς αυτή. Μετά από ομηρικές συγκρούσεις σώμα με σώμα στις 10/7 ο Γεώρ. Γούλελος με σπαθισμό σκότωσε το Χασάν μπέη· όμως την ίδια στιγμή πυροβολήθηκε από το φρούριο θανάσιμα. Σκοτώθηκαν επίσης οι Κωνσταντίνος Μάνος ή Ρέμπελος, Γεώργιος Τσουκάτος, Μαλάτος ο μικρός και άλλοι 12 στρατιώτες. Αφού έγινε ανταλλαγή νεκρών, ακολούθησε η ταφή τους με στρατιωτική παράταξη, ενώ ο καπετάν Γιωργάκης ακολουθούσε την πομπή οδυρόμενος. Τη σκηνή του ενταφιασμού ακολούθησε, κατά τη Λάκαινα, άλλη φρικιαστική στιγμή, κατά την οποία οι Τσάκωνες με προεξάρχοντες τους αγωνιστές Νικόλαο Ιατρού και Νικόλαο Καρακλή, τον Κουνουπιώτη καπετάνιο Γιαννάκη Κόλλια και το Μανιάτη γέροντα Γερακάρη επέπεσαν εναντίον Τούρκων αιχμαλώτων και τους κομμάτιασαν πάνω στους τάφους των ηρωικών και προσφιλών τους νεκρών. Οι Τούρκοι λόγω των μεγαλύτερων απωλειών που είχαν αλλά και της πείνας (λέγεται ότι από την πείνα έφαγαν το κεφάλι του Γούλελου) συνθηκολόγησαν και παρέδωσαν το κάστρο στις 23/7 ή κατ’ άλλους (το Δέφνερ) στις 21/7· οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 18/7. ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των δύο πλευρών έχουμε μέχρι και τις 29/7. Το κάστρο παραδόθηκε στον αντιπρόσωπο του αρχηγού Δημητρίου Υψηλάντη, πρίγκιπα Αλέξανδρο Κατακουζηνό που εμπιστεύθηκε τη διοίκηση στον καπετάν Γιωργάκη. Οι Έλληνες μπαίνοντας στη Μονεμβασιά έπεσαν στη συγκέντρωση των λαφύρων παραβιάζοντας τις γενόμενες συμφωνίες και σκοτώνοντας όσους εχθρούς έβρισκαν μπροστά τους. Η αποχώρηση του καπετάν Γιωργάκη από τη φρουραρχία της Μονεμβασιάς, την οποία άσκησε μόνο για δύο μέρες, εμφανίζεται από τη Λάκαινα ως δυσαρέσκεια για την αρπαγή λαφύρων από τους Σπετσιώτες. Όμως οι Τσάκωνες συναγωνιστές του καπετάνιου εμφανίζουν δύο διαφορετικές εκδοχές. Κατά το Μανόλη Τσούχλο ο ενθουσιασμός για την πατρίδα ανάγκασε τους Τσάκωνες και τον καπετάν Γιωργάκη να μη θέλουν να μείνουν αργοί στο φρούριο κι αμέτοχοι στους άλλους επαναστατικούς αγώνες. Ο Γιαννάκης Σαραντάρης αλλά και ο Δέφνερ γράφουν ότι η αποχώρηση του καπετάνιου έγινε μετά από διαταγή του Θόδωρου Κολοκοτρώνη και ότι, για αν βρεθούν σύντομα στην Τρίπολη, έστειλε και το γιο του Γενναίο να τους συνοδέψει. Φεύγοντας ο οπλαρχηγός εμπιστεύθηκε το φρούριο στους πλοίαρχους Σπετσιώτες που διόρισαν φρούραρχο τον Τζανετάκο. Στις 10/8/21 το τάγμα του καπετάν Γιωργάκη μαζί με οπλαρχηγούς από τα Λυμποχώρια, συνολικά πάνω από 400 στρατιώτες και με τον Ιωάννη (Γενναίο ) Κολοκοτρώνη έφτασαν στα περίχωρα της Τριπολιτσάς. Εκεί ενώθηκαν με τα τμήματα του Παναγιώτη Σαράντη, Ζαφειρόπουλου, Κοντάκη, Γιατράκου και λοιπών, οι οποίοι αναγνωρίζοντας την ικανότητα του καπετάν Γιωργάκη ανέθεσαν σ’ αυτόν την αρχηγία όλου του σώματος που έφτανε στις 3.000 περίπου άντρες. Ο επιχειρηματικός Γεώργιος Μανολάκης τοποθέτησε το στρατό του στη Βολιμή κι έπειτα πλησίασε στα τείχη της πόλης μέχρι βολών πυροβόλου πολιορκώντας στενά το νοτιοανατολικό μέρος της, ενώ τα στρατεύματα των άλλων οπλαρχηγών και του αρχηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη πολιορκούσαν την πόλη από απόσταση κατά τα υπόλοιπα μέρη. Στις 10/9 απελευθερώθηκε από τους Τούρκους ο Γιαννούλης Καραμάνος με την ελπίδα να διασωθούν, αν έπεφτε η Τρίπολη. Κατά τις 12/9 ο Καϊμακάμης και οι λοιποί αγάδες της Τρίπολης βλέποντας ότι οι Έλληνες τους περικύκλωσαν ασφυκτικά έστειλαν αποσταλμένους στο Δημήτριο Υψηλάντη ζητώντας να συζητήσουν για παράδοση. Από την Πέμπτη 22/9 οι Τούρκοι ήταν απασχολημένοι στη γενική τους συνέλευση και είχαν αφήσει αφύλαχτες τις τάπιες, αλλά και τα σπίτια τους ακόμη. Η άλωση της πόλης έγινε στις 23/9 με τέχνασμα του Μανόλη Δούνια πρώτα από την πύλη του Ναυπλίου. Κατόπιν οι Τσάκωνες άνοιξαν την πύλη του Μυστρά στη θέση Ματζαγρά, από την οποία εισέβαλε ο Κεφάλας με άλλους οπλαρχηγούς· στάλθηκε και ένας σημαιοφόρος και ύψωσε την ελληνική σημαία στο ψηλότερο τζαμί στο κέντρο της πόλης. Κατά την έφοδο και την λυσσώδη τριήμερη και φονική συμπλοκή για την επιτευχθείσα κατάληψη της μεγάλης τάπιας στη δυτική πλευρά της πόλης ο Θ. Κολοκοτρώνης έχασε πάνω από 178 στρατιώτες· ο καπετάν Γιωργάκης έχασε τον Ιω. Ανεζύρη, το Γεώρ. Σκουντριάνο ή Κροντηρά και 20± ακόμη στρατιώτες του. Οι Τσάκωνες είχαν αιχμαλωτίσει τον Κεχαγιάμπεη – τον είχε στείλει ο Χουρσίτ πασάς από τα Γιάννενα με 3.500 Αλβανούς για να καταπνίξει την επανάσταση στην Πελοπόννησο και να σώσει τα χαρέμια του- καθώς και την οικογένεια του Χουρσίτ, αλλά παρέδωσαν αυτούς στον αρχηγό των όπλων Θ. Κολοκοτρώνη, αφού πριν τους οδήγησαν στο σπίτι του Μουσταφάμπεη για ασφάλεια. Πριν από την άλωση της Τρίπολης είχε συσταθεί Πελοποννησιακή Γερουσία προεδρευόμενη από τον επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο, με μέλη το Δημήτριο Καραμάνο και το Νικόλαο Δεληγιάννη. Μετά την άλωση της πόλης ο Γεωργάκης Μανολάκης και ο Παναγιώτης Σαράντης πρώτοι εξεστράτευσαν στο Ναύπλιο. Ο τουρκικός στόλος περιέπλευσε τον Αργολικό κόλπο, για να ανεφοδιάσει τους πολιορκούμενους στο Ναύπλιο Τούρκους. Οι οικογένειες των Σπετσιωτών λόγω της απειλούμενης απόβασης Τούρκων στο νησί τους πήγαν στην Ύδρα και στο Λενίδι· από τους Λενιδιώτες 300± στρατιώτες οδηγούμενοι από τον αρχηγό Γιωργάκη Μανολάκη με συμμετοχή και του Γιαννούλη Καραμάνου μετέβησαν στις Σπέτσες για να τις υπερασπιστούν κατά ξηρά μαζί με τον Πάνο Κολοκοτρώνη* που βρέθηκε τυχαία εκεί, ενώ οι Σπετσιώτες και Υδραίοι με πλοία από τη θάλασσα. Ο Τούρκος ναύαρχος φοβούμενος τα στρατηγήματα των πυρπολητών νησιωτών έφυγε άπρακτος χωρίς να κατορθώσει να πάει τροφές στο Ναύπλιο· έτσι οι Τσάκωνες επανήλθαν στην πολιορκία του Ναυπλίου που παραδόθηκε στις 30/11/1822. Ενώ οι Τούρκοι βρίσκονταν στην πολιορκία του Ναυπλίου, διατάχθηκαν από την Πελοποννησιακή Γερουσία να σπεύσουν στα Δερβενάκια για να αντιμετωπίσουν το Δράμαλη ερχόμενο στην Πελοπόννησο με 40.000 στρατό. Νωρίτερα στις 04/2/22 είχαν διαταχθεί τα στρατεύματα των επαρχιών Αγίου Πέτρου και Πραστού να ακολουθήσουν το Νικηταρά σε εκστρατεία στην Ανατολική Ελλάδα. Σε μάχες στην περιοχή της Λαμίας πολέμησαν ηρωικά και οι Τσάκωνες και θυσιάστηκαν τρία παλικάρια, οι Μιχ. Οικονόμου (Κανικλής), Θεόδωρος Μπουγάς και Γεώρ. Χριστίνας. Τελευταία να μη ξεχνάμε και την ολοκληρωτική καταστροφή του ένδοξου Πραστού (Μητρόπολη της Τσακωνιάς) το 1826 από τις ορδές του Ιμπραϊμ – Πασά Ας είναι αυτή η απλή εκδήλωση ένδειξη μνήμης και ελάχιστης ευγνωμοσύνης προς αυτούς που αγωνίστηκαν ή και θυσιάστηκαν για τη λευτεριά μας. Κάποιοι από αυτούς επέζησαν και πήραν συντάξεις και αξιώματα. Άλλοι δεν πήραν τίποτα, είτε επειδή στο μεταξύ πέθαναν είτε επειδή αγνοήθηκαν από το επίσημο κράτος. Στο Δούνια δόθηκε μόνο ένα παράσημο, ενώ άλλοι προσπάθησαν να οικειοποιηθούν τη δόξα του. Στα 1865 τα 4 κορίτσια του ήταν ακόμα ανύπαντρα. Η χήρα του Κουνουπιώτη οπλαρχηγού Γιαννάκη Κόλλια εκλιπαρούσε στα 1847 τη Στρατιωτική Επιτροπή θυσιών και εκδουλεύσεων να της δώσουν 50 δρχ. σύνταξη το μήνα, αφού ο άντρας της είχε χαρακτηριστεί ταξίαρχος και αξιωματικός Α΄ τάξεως.
Άλλωστε γνώριζαν εκ των προτέρων *είχε σταλεί στην περιοχή, για να συγκεντρώσει εισφορές για τον Αγώνα.
Τ.Π
_____________

Βιβλιογραφία:
1. «Η δράσις των Τσακώνων κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν». Μία ημίγνωστη μελέτη του Μιχ. Δέφνερ. Κων/νου Πενταφρόνιμου. Ανάτυπο από τον ΚΑ΄ τόμο των «Πελοποννησιακών», Αθήνα 1995.2. Χρονικά των Τσακώνων τ. Α΄, Αθήνα 1956.3. Χρονικά των Τσακώνων τ. Β΄, Αθήνα 1961.4. Χρονικά των Τσακώνων τ. Γ΄, Αθήνα 1969.5. Χρονικά των Τσακώνων τ. Ε΄, Αθήνα 1980.6. Χρονικά των Τσακώνων τ. Ζ΄, Αθήνα 1986.7. Ιστορικά Τσακωνιάς και Λεωνιδίου. Θ. Βαγενά, Αθήνα, 1971.8. Κυνουριακές σελίδες δόξας. Θ. Βαγενά, Αθήνα, 1971.9. Καπετάν Γιωργάκης Μανολάκης ή Μιχαλάκης. Θ. Βαγενά, Αθήνα, 1973. 10. Αναγνώστης Κοντάκης 1781-1854. Έκδοση «Κυνουριακής Επιθεώρησης», Θ. Βαγενά, 1938.11. Οι Τσάκωνες στο 21. Κωστή Ιω. Τσούχλου, Έκδοση Αδελφότητας Κυνουριέων, Αθήνα, 1984. 12. «Κυνουριακά», Καλ. Καλλούτση, Αθήνα, 1930.13. «Πελοποννησιακά», τ. Η΄, Έκδοση της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήνα, 1971.14. «Πελοποννησιακά», Πρακτικά Β΄ Τοπικού Συνεδρίου Αρκαδικών Σπουδών, Αθήνα, 1990.15. Αρχείο Μιχ. Αναγν. Τροχάνη (δωρεά Μιχ. Αριστ. Τροχάνη).16. Αρχείο οικογένειας Σαραντάρη (δωρεά Παναγ. Ιω. Σαραντάρη).17. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. Α΄, Έκδοση Βιβλιοθήκης της Βουλής, 1857. Επανέκδοση 1971.18. Απομνημονεύματα Φ. Χρυσανθακόπουλου (Φωτάκου), τ. Α΄, Αθήνα, 1996, Εκδόσεις Βεργίνα.19. Πελοποννήσιοι αγωνιστές του 21. Απομνημονεύματα Νικηταρά, Αθήνα, 1996, Εκδόσεις Βεργίνα.20. «Προσφορά και δράσις των Τσακώνων κατά την επανάσταση του 1821». Ομιλία δημάρχου Λεωνιδίου Στυλ. Μερικάκη 12/6/71 στον Πειραϊκό Σύνδεσμο.21. Αρχείο Χατζηπαναγιώτη, τ. Α΄, Β. Κρεμμυδά, Αθήνα, 1973.22. «Λακωνικαί Σπουδαί», τ. Β΄, Έκδοση της Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών, Άρθρο πανεπιστημιακού Απ. Β. Δασκαλάκη, Αθήνα, 1975.23. Συλλογή Καμαρινού Μάστορη, τ. κοινοτικού γραμματέα Κουνουπιάς. 24. Ομιλία Αριστείδη Κορολόγου (Αρχείο της Τσακωνιάς).

__________________________

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Γιάννης Πάνου - από το από το στόμα της παλιάς Remington


Απόκρυφον *

Tο λευκό σπίτι στο βάθος, περίεργο ανακάτωμα ντόπιας αρχιτεκτονικής και παλιού αποικιακού στιλ, διακρίνεται σιωπηλό μέσα στη νύχτα στο κέντρο του απέραντου κήπου. Περίτεχνα σιντριβάνια και ξυλόγλυπτα κιόσκια σκορπισμένα παντού απαλύνουν τον καημό της περίλυπης κόρης στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς όταν, με το βλέμμα ακίνητο και την κόμη παραδομένη στα χέρια συνένοχης σκλάβας, αναζητάει τις μορφές στην ουρά του παγωνιού, ενώ στα πόδια της μικρότερες σκλάβες με σιντεφένια μπράτσα κρατούν καθρέφτες και προσφέρουν σε δίσκους τα φίλτρα της αγάπης ζυμωμένα με σερμπέτι και μέντα. Aκόμη: ο δυνατός άνεμος λυγίζει τις φοινικιές πάνω από τα κεφάλια νωχελικών ευνούχων με άγρυπνες αισθήσεις, καθώς αφουγκράζονται για τυλιγμένες στα κουρέλια οπλές αλόγου. 
Mια ανεπαίσθητη ανταύγεια φωτίζει πίσω της τη βαριά κάμαρα. Tο πρόσωπό της, μέσα στην χωρίς προοπτική περιοχή της νύχτας, κρατάει άδηλη την έκφρασή της. Θέλοντας μόνο να βεβαιωθεί για την επίκληση που υποπτεύεται στα μάτια της, αρπάζεται από τον σοφά φυτεμένο κισσό και σκαρφαλώνει στον εξώστη.
 Tη σφίγγει στην αγκαλιά του ψάχνοντας το λεπτό σώμα μέσα στα αραχνένια πέπλα που της αφαιρούν την υπόσταση. Ένα ελαφρό άγγιγμα στον ώμο το βάρος του γερμένου κεφαλιού για μια μόνο στιγμή, και μετά, το φύσημα του αέρα μέσα στα μπράτσα, κι αρχίζει να τρέχει σε δαιδαλώδεις διαδρόμους που φεύγουν στο βάθος της κάμαρας, με τα πέπλα ν' ανεμίζουν ονειρικά σ' έναν άηχο κόσμο. Σα σκυλί την ακολουθεί μαντεύοντας το δρόμο της από τα πεσμένα πέπλα ενώ με λύσσα συλλογίζεται πως μόνο το τελευταίο πρέπει να χύνεται ακόμη γύρω στους γοφούς της. Tη βρίσκει στη μυστική κρύπτη, ανοιχτή κι ανάσκελη, με το έβδομο πέπλο αιωρούμενο στην άκρη του ποδιού της. Bάλθηκε αμέσως να ζωντανέψει τη φωτιά κάτω από τα χοντρά κούτσουρα στο τζάκι. 
Kαθισμένος στο παλιό χαμηλό σκαμνί ο παπάς μουσκεύει μεγάλες κόρες ψωμιού στο βαθύ πήλινο τσανάκι με το γάλα. Eκείνη ζητάει λίγο ψωμί, κι αυτός πρόθυμα αρπάζει το φαΐ του παπά και της το προσφέρει. Eκείνη σηκώνεται κι από το αριστερό της χέρι τρέχει ποτάμι το αίμα ενώ το κεφάλι της πέφτει βαρύ πάνω στον ώμο του χωρίς να τον κοιτάζει. Kρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του αφήνει το άλογο να χυθεί ξέφρενο στις χίλιες νύχτες, ποδοπατώντας τις λιπαρές σάρκες των ευνούχων, μακριά από τούτο το στοιχειωμένο παλάτι που ο γιατρός διατάζει βδέλλες για την κατάκοιτη κόρη.
O καιρός που περνάει πάνω από τα πολύχρονα κρεμασμένα κάδρα, αφήνει ένα τετράγωνο κομμάτι στον τοίχο με το αρχικό χρώμα. Aν σηκώσεις την άκρη της κρεμασμένης πάνω από το κρεβάτι κεντητής μπάντας, θα θυμηθείς το παλιό καθαρό χρώμα του καπνισμένου τοίχου, με όλο τον κίνδυνο, έτσι καθώς διπλώνεις το ύφασμα και καταστρέφεις τις αναλογίες και την προοπτική, να φέρεις τους άγριους διώκτες πολύ κοντά στον παράτολμο κλέφτη. 
Aν γελάσεις μ' αυτή τη σκέψη και αδιαφορώντας για τις συνέπειες σηκώσεις πιο πολύ το ύφασμα, τότε θα δεις την πίσω όψη του παραμυθιού, χαμένη τη μαγεία των χρωμάτων, την τεχνική ξεμπροστιασμένη, όλο κόμπους και στηρίγματα και μεγάλες βελονιές.




* (από το από το στόμα της παλιάς Remington..., Tρίλοφος 1981)
Eκδ. Καστανιώτη,