«Δε σταμάτησαν ποτέ να ζητούν να αγοράσουν έργα του άνθρωποι λιγότεροι ή περισσότερο πλούσιοι. Αυτό τον δυσαρεστούσε και του έφερνε μελαγχολικές σκέψεις. “Τρομάζω”, έλεγε, “γιατί δεν είναι πολύ πίσω ο καιρός που κανείς δεν τα ήθελε ούτε για χάρισμα. Δεν καταλαβαίνω τι μεσολάβησε. Φαίνεται ότι, όπως σπάνε πιάτα στα μπουζούκια, θέλουν να αγοράσουν και ένα έργο μου”.
Για να τους αποφύγει, ζητούσε εξωφρενικές τιμές. Δεν είχε όμως υπολογίσει τι βιτσιόζοι είναι οι νεόπλουτοι Έλληνες. Οι μεγάλες τιμές τούς διέγειραν περισσότερο.
Λυπόταν που είχε γίνει ένα είδος μόδας και τα έργα του πωλούνταν τόσο ακριβά, που κι ο ίδιος, όπως έλεγε, δεν μπορούσε πια να τα αγοράσει. Αντιπαθούσε τους συλλέκτες που αγοράζουν έργα του και τα φυλακίζουν χωρίς να μπορεί κανείς να τα δει.
ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ, “ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ”, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ